Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Πορεία πρός τό ἄγνωστο. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος.


  Πορεία πρός τό ἄγνωστο.

  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα.


Ἤμουν μόλις εἰκοσιδύο χρονῶν, ὅταν οἱ ἀνεξερεύνητε βουλές τοῦ Θεοῦ μοῦ ἄνοιξαν διάπλατα τίς πύλες σέ μιά πορεία εὐθύνης, εὐθύνης ἀνυπολόγιστα μεγάλης ἀπέναντι στό Θεό, στούς ἀνθρώπους καί στήν πατρίδα μου.
Μέχρι τήν Πέρμ μέ συνόδευε ἡ μητέρα. Σ’ ὅλο τό δρόμο μέ νουθετοῦσε καί μέ συμβούλευε. Κάθε λόγος, πού ἔβγαινε ἀπό τό ξεχείλισμα τῆς μητρικῆς καρδιᾶς της, ἦταν μιά πολύτιμη παρακαταθήκη γιά τή ζωή καί τό ἔργο μου. Ἡ μητέρα μου ἦταν ἀπό τή φύση της ἁπλούστατη καί καλοκάγαθη, ἀπονήρευτη καί καλοπροαίρετη. Τή ζωή της χρωμάτιζε μιά γνήσια καί βαθειά φιλανθρωπία, πού ἔφτανε μέχρι τή θυσία. Εἶχε φροντίσει μάλιστα νά ἐμπνεύσει καί σέ μένα αὐτή τήν ἀπέραντη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἀκόμη ἤμουν παιδί.
Ἔτσι καί κατά τό ταξίδι μας πρός τήν Πέρμ, ἡ μητέρα μοῦ μιλοῦσε ἀκατάπαυστα καί γρήγορα. Λές καί ἤθελε νά προφτάσει νά πεῖ ὅσο γινόταν περισσότερα γιά τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης.


-... Λοιπόν, ἐκεῖ ποῦ πᾶς ὑπάρχουν πολλοί ἀνήμποροι, φτωχοί καί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.  Νά τούς πλησιάσεις μ’ ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη.
Νά τούς συμπαρασταθεῖς καί νά τούς παρηγορήσεις. Ὄχι μόνο μέ τά λόγια. Ἔμπρακτα.  Νά μήν ὑπολογίσεις κόπους καί θυσίες. Μήν ξεχνᾶς τί λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης «μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ».
Φτάσαμε ἐπιτέλους στήν Πέρμ. Τήν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ μέ τή μητέρα –πολύ παράξενο- δέν ἔνιωσα καμιά θλίψη.  Εἶναι ἀλήθεια πώς ἥμουν ἤδη συνεπαρμένος ἀπό τίς ἄγνωστες προοπτικές πού ξανοίγονταν μπροστά μου. Εἶναι ὅμως ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι ἕνα κομμάτι τῆς ὑπέροχης καρδιᾶς τῆς μητέρας εἶχε μεταφυτευθεῖ μέσα μου. Κι αὐτό θά ἦταν  πάντα μιά ἀπό τίς ἰσχυρές δυνάμεις πού θά μέ στήριζαν στίς δυσκολίες τοῦ μέλλοντος.
Ἀπό τήν Πέρμ πῆρα τό ἐξπρές γιά τό Βλαντιβοστόκ. Ἔπρεπε νά κάνω δέκα μέρες ταξίδι μέ τό τραῖνο. Χρειαζόμουν λοιπόν ὑπομονή.
Ἀκουμπισμένος στό παράθυρο ἑνός βαγονιοῦ, ἔβλεπα νά παρελαύνουν ἀπό μπροστά μου ἀλλεπάλληλες εἰκόνες, σάν σέ κινηματογραφική ταινία. Ξύλινα σπιτάκια, φτιαγμένα ἀπό ἀκατέργαστους κορμούς δέντρων, ξεπετάγονταν σά μανιτάρια μέσ’ ἀπό τ’ ἀγροκτήματα. Συστάδες ἀπό λυγερόκορμες σημύδες,  καμάρωναν γιά τούς πανέμορφους κορμούς τους μέ τ’ ἀκανόνιστα  ἀσπριδερά στίγματα. Πανύψηλα, σκουροπράσινα κυπαρίσσια ὀρθώνονται περήφανα στούς αἰθέρα. Πιό πέρα τό τοπίο ἦταν πνιγμένο στά πεῦκα, πού πάνω τους παιχνίδιζαν ὅλοι οἱ τόνοι τοῦ πράσινου.  Κάπου-κάπου ξεχώριζα καί κάποιους  αἰωνόβιους κέρδους κυρτωμένους ἀπ’ τό χρόνο καί τίς θύελλες, ἀποφασισμένους  ὅμως νά μείνουν ἐκεῖ ἀκλόνητοι, σύμβολα ὑπομονῆς καί ἀντοχῆς στίς  στίς κακουχίες.
Ἀνεβαίνοντας στά ὀρεινά, συναντήσαμε τά πιό ἀγαπημένα μου δέντρα, τά ἔλατα. Ἡ ὑπέροχη κωνική κορμοστασιά τους εἶχε κάτι τό μεγαλειῶδες καί θεϊκό μαζί, καθώς κατέληγε στήν κορυφή σ’ ἕνα μικρό φυσικό σταυρό. Ἀμέτρητα πράσινα σταυρουδάκια γέμιζαν τόν τόπο, καθώς τά ἔλατα πλήθαιναν ὅσο προχωρούσαμε.
Φάνηκαν κάποτε οἱ στρογγυλές κορυφές καί οἱ ἀπότομες βαχώδεις πλαγιές τῶν Οὐραλίων.  Καθώς φτάναμε στήν ὀροσειρά, ἀντίκρυσα μιά μεγάλη, μισοσβυσμένη ἐπιγραφή, καρφωμένη πάνω σ’ ἕνα στύλο. Ἔγραφε:
ΕΥΡΩΠΗ – ΑΣΙΑ
Ἦταν τά ὅρια τῶν δύο ἠπείρων.
Γιά πρώτη φορά ἀπέκτησα ἐμπειρικά ἀντίληψη τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων, πού μέχρι τότε γνώριζα μόνο ἀπό τούς χάρτες, θεωρητικά καί ἀφηρημένα.  Μιά ἁπλή, παλιά ἐπιγραφή χώριζε δυό τεράστιες ἠπείρους!  Γιά φαντασθεῖτε!  Κι ἐγώ ἀπό τήν «πολιτισμένη» καί γνώριμή μου Εὐρώπη ἔμπαινα πιά στήν ἀχανή καί μυστηριώδη Ἀσία τῶ θρύλων καί τῶν παραμυθιῶν...
Μπροστά στά μάτια μου ἁπλώθηκε ἐπιβλητικά, ἄγρια ὑπέροχη ἡ σιβηρική γῆ. Τεράστιες ἄδεντρες πεδιάδες παραχωροῦσαν τή θέση τους σέ γκριζοπράσινα ἕλη, κι αὐτά πάλι στά ἀτέλειωτα παρθένα δάση, τά περίφημα «ταϊγκά», πυκνά κι ἀδιάβατα, σάν τήν ἀφρικάνικη ζούγκλα. Ποτέ δέν τά εἶχε ἀγγίξει ἀνθρώπινο χέρι γιά νά τά ἀξιοποιήσει. Εἶχαν ἔτσι διατηρήσει ὅλη τή φυσική, ἄγρια ὄμορφιά τους.

Οἱ ἐντυπώσεις διαδέχτονταν ἡ μιά τήν ἄλλη. Ὡστόσο ἕνα δεκαήμερο ταξίδι μέ τραῖνο, μέσα σ’ ἕνα βαγόνι β΄ θέσεως εἶναι ἀρκετά πλητικό. Αὐθόρμητα δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς συνεπιβάτες, ἡ γνωριμία, ἡ συζήτηση, ἡ ἐκτόνωση.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀπό τή πρώτη κιόλας ἡμέρα γνωρίστηκα μέ τούς συνταξιδιῶτες τοῦ βαγονιοῦ μου. Τό ἐνδιαφέρον ὅλων στράφκε σέ μένα. Ἦταν ἀξιοπερίεργο πού ἕνας νεαρός ἱερομόναχος ταξίδευε μόνος γιά τήν μακρινή καί σχεδόν ἄγνωστη Καμτσάτκα, θέλοντας νά κηρύξει τό εὐαγγέλιο στίς εἰδωλολατρικές φυλές πού ζοῦσαν ἐκεῖ. 
Καταιγισμός ἐρωτήσεων, ἀποριῶν, κρίσεων καί ἐπιφωνημάτων ἔπεφτε πάνω μου, κάθε φορά πού μαζεύονταν γύρω μου μερικοί ἐπιβάτες καί πιάναμε τή συζήτηση. Κι ἐγώ ἔπρεπε κάθε φορά νά τούς ἁπαντῶ ἱκανοποιητικά σ’ ὅ,τι ρωτοῦσαν, νά λύνω πειστικά τίς ἀπορίες τους, νά ρίχνω φῶς σ’ ἐκεῖνα πού ἀγνοοῦσαν. Κι ὅλ’ αὐτά, ἐνῶ ἤξερα τόσο λίγα πράγματα γιά τόν τόπο πού πήγαινα καί γιά τή διακονία πού θά ἐπιτελοῦσα.
Σέ πολύ λίγο χρόνο ὅλοι, ἐκεῖ μέσα στό βαγόνι τοῦ τραίνου, γίναμε σάν μιά οἰκογένεια. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦσαν τρεῖς ἄγνωστοι ἐπιβάτες, μιά καλοντυμένη γυναίκα μέ ἀριστοκρατικούς τρόπους, καί δυό εὐπρεπεῖς ἄντρες, πού τή συνόδευαν.

Αὐτοί σ’ ὅλο τό ταξίδι εἶχαν πιάσει ἕνα ἀπομονωμένο κουπέ καί δέν ἐπικοινωνοῦσαν μέ κανένα. Ἀλλά κι ἐμεῖς, εἶν’ ἀλήθεια, δέν τούς δίναμε σημασία. Ἐγώ βέβαια εἶχα παραξενευθεῖ ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ταξιδιοῦ μας μέ τήν περίεργη στάση τους, ἀλλά σύντομα τούς λησμόνησα καί ἀσχολήθηκα μέ τούς ἄλλους συνεπιβάτες μου.
Ὅταν ὅμως τό τραῖνο πλησίαζε στό Βλαντιβοστόκ κι ἀρχίσαμε ὅλοι νά μαζεύουμε τίς ἀποσκευές μας, οἱ τρεῖς ἄγνωστοι ἦρθαν στό κουπέ μου καί χτύπησαν διακριτικά.  Ζήτησαν συγνώμη γιά τήν ἐνόχληση καί μέ πολύ εὐγενικό τρόπο συστήθηκαν. Ἦταν τρία ἀδέρφια ἀπό οἰκογένεια εὐγενῶν, ἡ βαρώνη Κόρφ μέ τούς δύο ἀδελφούς της. Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς μέ ἐγκάρδιο χαμόγελο εἶπε, πώς ἄκουσαν   τυχαῖα γιά  τό ταξίδι μου στήν Καμτσάτκα καί τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζα μέ τίς ἀποσκευές μου. Ἐκδήλωσαν λοιπόν τήν ἐπιθυμία νά μέ βοηθήσουν.
-Δέν θέλαμε νά σᾶς ἐνοχλήσουμε στή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ ἐξήγησε μέ ἀπολογητικό ὕφος. Τώρα ὅμως, πού φτάνουμε στό Βλαντιβοστόκ, τό σημαντικότερο σταθμό πρίν ἀπό τό τελικό προορισμό σας, ἀποτολμήσαμε νά σᾶς προτείνουμε τή βοήθειά μας. Εἶστε νέος κι ἀβοήθητος.
Καί θά κάνετε, βέβαια, γιά πρώτη φορά τέτοιο ταξίδι. Γι’ αὐτό, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα σᾶς παρακαλοῦμε νά μᾶς δεχθεῖται σάν φίλους, συνοδοιπόρους καί βοηθούς σας.  Φαίνεται ὅτι προνοεῖ γιά σᾶς ὁ Κύριος.  Καί ξέρετε γιατί; Διότι πρός τήν Καμτσάτκα ταξιδεύουμε κι ἐμεῖς!
 Ἔχουμε μάλιστα στό Πετροπαυλόφσκ  ἕνα μεγάλο σπίτι κι ἕνα ἰδιόκτητο πλοῖο, πού κάνει τή γραμμή Βλαντιβοστόκ –Καμτσάτκα.  Εἶναι τό μοναδικό πλοῖο πού ἐκτελεῖ αὐτό τό δρομολόγιο. Καί ἀνήκει στήν οἰκογένειά μας.   Καταλαβαίνετε τώρα γιατί σᾶς εἴπαμε, ὅτι προνοεῖ γιά σᾶς ὁ Κύριος; Μᾶς συγκίνησε πολύ, πάτερ, ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ σας καί οἱ θυσίες πού ἀποφασίσατε νά κάνετε γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.  Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλοῦμε ἀπό τώρα νά ἔρθετε καί νά μείνετε στό σπίτι μας, στό Πετροπαυλόφσκ, σάν φιλοξενούμενος ἀδελφός μας.

Οἱ προτάσεις τους ἦταν πολύ δελεαστικές. Πράγματι, λές κι ἦταν οὐρανόσταλτοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Ἄρχισε ἄραγε τόσο γρήγορα ὁ Κύριος νά μοῦ στέλνει τή βοήθειά του;.... Κάτι πῆγα νά πῶ γιά τίς ἀποσκευές μου, μά ἡ βαρώνη μέ διέκοψε μέ μιά ἤρεμη κίνηστη τοῦ χεριοῦ.
-Μήν ἀνησυχεῖτε, εἶπε. Ἀκούσαμε ἀπό τίς συζητήσεις σας πώς ἔχετε πολλές ἀποσκευές καί δῶρα ἀπό τό Καζάν γιά τήν ἱεραποστή.
 Ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς νά τά φυλάξουμε στίς ἰδιόκτηκες ἀποθῆκες ἐμπορευμάτων πού ἔχουμε στό λιμάνι τοῦ Βλαντιβοστόκ. Ὅποτε ἀποφασίσετε νά φύγετε γιά τήν Καμτσάτκα, θά μᾶς πεῖτε νά τά φορτώσουμε μέ δική μας φροντίδα στό πλοῖο. Θά τά παραλάβετε χωρίς κόπο ἤ μέριμνα στό λιμάνι τοῦ Πετροπαυλόφσκ. Τέλος, ἐσεῖς, σάν λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, θά ἔχετε δωρεάν τήν καλύτερη καμπίνα τοῦ πλοίου μας.  Παρακαλῶ ὅμως νά μᾶς δώσετε τώρα τίς ἀποδείξεις τῶν ἀποσκευῶν σας γιά τίς σχετικές διατυπώσεις.
Δέν μποροῦσα νά πιστέψω στήν τόση εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ προτάσεις τῶν ἄγνωστων αὐτῶν εὐεργετῶν μου θά μ’ ἔβγαζαν ἀπό ἕνα σωρό δυσκολίες. Ὑπῆρχε ὅμως ἀκόμα ἕνα πρόβλημα πού μ’ ἐμπόδιζε νά τίς ἀποδεχθῶ. Τούς τό ἐξήγησα:
-Σᾶς ὀφείλω βαθειά εὐγνωμοσύνη γιά τη φιλόφρονη προσφορά σας. Χαίρομαι ἰδιαίτερα, πού ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω τόσο ὑψηλά πρόσωπα, ὅπως ἡ εὐγένειά σας, καί μάλιστα μέ τόσο φιλάνθρωπα καί φιλόθεα αἰσθήματα. 
Λυπᾶμαι ὅμως, πού δέν μπορῶ νά κάνω χρήση τῆς καλῆς σας προθέσεως.
 Γιατί μέσα στίς βαλίτσες μου ὑπάρχουν πολλά δέματα μέ διάφορα πολύτιμα ἀντικείμενα, πού πρέπει νά παραδώσω στόν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Βλαντιβοστόκ Εὐσέβιο. Πρέπει λοιπόν νά τίς ἀνοίξω ὅλες, νά βγάλω καί νά ταξινομήσω κατά εἴδη τά δέματα αὐτά, κι ἔπειτα νά τίς ξανακλείσω. Αὐτή ἡ δουλειά θά μοῦ πάρει πολύ χρόνο.  Γι’ αὐτό καί δέν μπορῶ νά σᾶς δώσω τίς βαλίτσες, οὔτε νά τίς στείλω στίς ἀποθῆκες σας.  Πρέπει νά τίς πάρω μαζί μου.  Λυπᾶμαι εἰλικρινά, γιατί χάνω μιά μοναδική εὐκαιρία νά κάνω πιό εὔκολη τή μετάβασή μου στή Καμτσάτκα, καί ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς φροντίδες διεκπεραιώσεως τῶν ἀποσκευῶν. 
Δέν ξέρω ἄν μπορεῖ νά βρεθεῖ κάποιος τρόπος... Μπά, τό βλέπω ἀδύνατο.  Κρίμα!
Τότε ἡ βαρώνη ζήτησε νά τῆς παραδώσω τουλάχιστον τήν ὀργκώδη καί βαρειά δερμάτινη βαλίτσα πού σήκωνα ὁ ἴδιος.
-Θά χαροῦμε πολύ νά σᾶς ἀπαλλάξουμε ἔστω κι ἀπ’ αὐτό μόνο τό βάρος.  Θά κουραστεῖτε πολύ, ἄν τήν ἔχετε συνεχῶς μαζί σας.


Ἔμεναν λίγα λεπτά γιά νά σταθμεύσει τό τραῖνο.
-Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ, ἀλλά δέν γίνεται.  Γιατί κι αὐτή ἡ βαλίτσα ἔχει μέσα πράγματα πού πρέπει νά βγάλω καί νά ξεχωρίσω. Κρίμα πού πού γνωριστήκαμε τόσο ἀργά...
Μετά κι ἀπ’ αὐτήν τήν ἄρνησή μου ἡ βαρώνη πῆρε ἕνα στεγνό ὕφος, πού μ’ ἔκανε νά καταλάβω ὅτι τή λύπησα καί τήν ἔθιξα. Τότε σκέφτηκα πώς δέν ἔκανα καλά νά κρατήσω τόσο ἀρνητική στάση στήν προσφορά τους.  Οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιά νά μέ βοηθήσουν, κι ἐγώ τούς ἀπογοήτευσα.
Ἀλλά στερήθηκα ἔτσι καί τρεῖς πολύτιμους φίλους, ποὺ μοῦ πρόσφεραν χωρίς ἀνταλλάγματα μιά εὔκολη μετάβαση καί μιά ἄνετη διαμονή σ’ ἕνα τόπο τελείως ἄγνωστο σέ μένα.  Τούς ὑποσχέθηκα λοιπόν ὅτι τό συντομότερο δυνατό θά ταξινουμοῦσα τά δέματα, πού θ’ ἄφηνα στόν ἀρχιερπίσκοπο, καί κατόπιν θά ἔστελνα ὅλες τίς ἀποσκευές μου στίς ἀποθῆκες τους στό λιμάνι.
Στό μεταξύ τό τραῖνο σταμάτησε ἀργά-ἀργά στό σταθμό.  Βγήκαμε ὅλοι στήν ἀποβάθρα. Εἶχα τούς βαρώνους ἀπό κοντά.
Σκέφτηκα πώς ἔπρεπε, πρίν χωρίσουμε, νά πάρω τή διεύθυνση καί τά στοιχεῖα τους, γιά νά ἐπικοινωνήσω μαζί τους, ὅταν τά πράγματτά μου θά ἦταν ἕτοιμα.  Ἀλλά ξαφνικά, χωρίς νά καταλάβω πῶς, τούς ἔχασα ἀπό τά μάτια μου.  Δέν φαίνονταν πουθενά. Λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τούς κατάπιε....  Φαίνεται πώς εἶχαν προσβληθεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ἄτεγκτη στάση μου, κι ἔφυγαν χωρίς νά δώσουν συνέχεια. Ἤ μᾶλλον ἀπό εὐγένεια καί διακριτικότητα ἔφυγαν, χωρίς κάν νά μέ χαιρετήσουν, γιά νά μην μέ φέρουν σέ δύσκολη θέση.
Ἴσως πάλι.... Ἀλλά τί σημασία εἶχαν πιά οἱ ὑποθέσεις;
Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἡ ἀποβάθρα ἄδειαζε.  Εἶχα μείνει σχεδόν μόνος στό σταθμό. Ἀναστέναξα βαθιά. Ἔπρεπε νά τό πάρω ἀπόφαση πώς δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτα.  Τά γενόμενα οὐκ ἀπογίγνονται!  Ἀνασκουμπώθηκα, φορτώθηκα τή βαρειά βαλίτσα μου καί πῆγα νά παραλάβω τίς ἀποσκευές μου.
Πέρασαν μερικές ἡμέρες. Ἕνα πρωί ξεφύλλιζα ἀμέριμνος μιά ἐφημερίδα τοῦ Βλαντιβοστόκ.  Καί ξαφνικά.... Ἀπίστευτο!
-Τί γράφει ἐδῶ; ξεφώνισα.
Ἡ ἀστυνομία εἶχε, λέει συλλάβει μιά τριμελή σπείρα ἀπατεώνων.  Τήν ἀποτελοῦσαν μιά νεαρή γυναίκα καί δύο ἄντρες, πού ταξίδευαν πάντοτε μέ τραῖνο. Ἐκεῖ ἐντόπιζαν εὔπιστους ἀνθρώπους μέ ἀξιόλογες ἀποσκευές, καί τούς ἐξαπατοῦσαν, λέγοντάς του διάφορα παραμύθια γιά ἐπιχειρήσεις, μεταφορικές ἐταιρεῖες, κ.λ.π. Ἀφοῦ κατόρθωναν μέ τέτοιες ἀπατηλές διηγήσεις νά βάλουν στό χέρι τίς ἀποσκευές τῶν θυμάτων τους, γίνονταν ἄφαντοι. Ἦταν τόσο πειστικοί καί ἱκανοί, πού μέσα σέ μικρό διάστημα εἶχαν κάνει χρυσές δουλειές.
-Πῶς μέ γλύτωσες Κύριε!  Μουρμούρισα μέ χτυποκάρδι. Νά  πού εἶχε δίκιο ὁ ψευτοβαρῶνος, ὅταν εἶπε ὅτι προνοεῖς γιά μένα!
Τό παρά λίγο πάθημα μοῦ ἔγινε μάθημα. Ἀπό τότε ἥμουν πολύ ἐπιφυλακτικός ἀπέναντι σέ τέτοιες..... ἀνιοδιοτελεῖς καλωσύνες.

Μόλις πῆρα τίς ἀποσκευές μου, τίς φόρτωσα σ’ ἕνα ἁμάξι κι ἔδωσα στόν ἁμαξά τή διεύθυνση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Εὐσεβίου. Δυστυχῶς ὅμως, ὅταν ἔφτασα ἐκεῖ, ἔμαθα πώς ἡ ἀριχεπισκοπική κατοικία ἦταν στή Σεντάνκα, ἕνα ἐξοχικό μέρεος, δεκαέξι βέρστια (δεκαεπτά περίπου χιλιόμετρα) ἔξω ἀπό τό Βλαντιβοστόκ.
Ἐκεῖ βρισκόταν τώρα ὁ ἀρχιεπίσκοπος. Στή διεύθυνση πού εἶχα, ἦταν τό σπίτι τοῦ πρωθιερέως π. Νικολάου Τσιστιακώφ, προϊσταμένου τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως.  Σ’ αὐτό ἔμενε ὁ δεσπότης, ὅταν ἐρχόταν ἐδῶ γιά ἱερουργίες καί ποιμαντικές ὑποθέσεις.
Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα του, ὑπερήλικες καί οἱ δύο, καλωσυνάτοι καί πρόσχαροι, μέ δέχθηκαν μέ πολλή ἀγάπη καί ἐγκαρδιότητα.  Μέ περιποιήθηκαν σάν παιδί τους, μοῦ ἔδωσαν ἕνα δωμάτιο γιά νά ξεκουραστῶ καί μ’ ἄφησαν μόνο.
Κοιμήθηκα ἀμέσως. Ἡ ἔνταση τόσων ἡμερῶν ταξιδιοῦ ξέσπασε σ’ ἕνα πολύωρο βαθύ ὕπνο, πού πραγματικά μἐ ἀναζωογόνησε.
Τό ἀπόγευμα, ἀφοῦ τακτοποίησα τίς ἀποσκευές μου στό σπίτι τοῦ π. Νικολάου, πῆρα τό τοπικό τραῖνο γιά τή Σεντάκα. 
Φτάνοντας ἐκεῖ, ρώτησα γιά τήν ἀρχιερατική κατοικία. Μέ πληροφόρησαν πώς ἀπεῖχε μιά ὥρα μέ τά πόδια ἀπό τό σταθμό.
Ἀκολούθησα τή σιδηροδρομική γραμμή, ὅπως μοῦ ὑπέδειξαν. Ἡ διαδρομή ἦταν μαγευτική. Τό τοπίο μέ ἀποζημίωσε γιά τόν κόπο τῆς πεζοπορίας.
Ἀπό τή μιά πλευρά τῆς γραμμῆς ὁ κόλπος Ἀμούρ ἄνοιγε τά θεόρατα μπράτσα του γιά νά δεχθεῖ τά νερά τοῦ ἀπέραντου ὠκεανοῦ, καί κατέληγε σ’ ἕναν ὑπέροχο, δαντελωτό ὁρμίσκο μέ καταπράσινες ἀκτές, πού τά θαλασσοδαρμένα βράχια τους τά ἔγλυφαν τώρα, μ’ ἕνα γλυκόηχο παφλασμό, τά ἥσυχα νερά.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς γραμμῆς, ἁπλώνονταν ἕλη και δάση πυκνά καί σκοτεινά, ἐνῶ ἕνα μικρό φιδίσιο ποταμάκι κελάριζε ρομαντικά, καθώς κυλοῦσε πρός τήν ἀγκαλιά τοῦ κόλπου.  Τόπος ἥσυχος, στοχαστικός, ποιητικός, γεννοῦσε ἔντονη τή νοσταλγία κι ἀκατασίγαστο τόν πόθο τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ.  Μοῦ θύμιζε λιγάκι τήν πατρίδα μου, τή βόρεια Ρωσία.  Ξάφνου, ἀγναντεύοντας τά μέρη ἐκεῖνα, ἦρθαν στή μνήμη του οἱ λυρικοί στίχοι τοῦ Τιοῦτσεφ:

              «...Ἐξαντλημένος καί μέ δουλική μορφή
              ὁ Βασιλιάς τῶν Οὐρανῶν,
              πῆρε στούς ὤμους τό Σταυρό
              κι ἦρθε, Πατρίδα μου, νά σ’ εὐλογήσει...».
Εἶχε ἀρχίσει νά βραδιάζει.  Τό σκοτάδι ἔπεφτε γοργά. Ἀραιά καί ποῦ συναντοῦσα κινέζους ἐργάτες καί ψαράδες, πού γύριζαν στίς καλύβες τους.  Μόλις πού ἔβλεπα.
Τό ρολόι μου ἔδειχνε ἐννεά ἀκριβῶς, ὅταν μέσα ἀπό ἕνα σκοτεινό δασάκι εἶδα νά ξεπετάγεται ὁ τροῦλος τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἀρχιερατικοῦ οἴκου.
Σέ λίγα λεπτά ἤμουν ἐκεῖ.  Μπαίνοντας στήν αὐλή, ἀντίκρυσα τό δεσπότη νά στέκεται στή βεράντα, φορώντας μόνο τό ζωστικό του, καί νά εὐλογεῖ μιά ὁμάδα παιδιῶν.  Τελευταῖος, μετά τά παιδιά πῆγα κι ἐγώ νά πάρω τήν εὐχή του. Συστήθηκα. Ὅταν ἄκουσε τ’ ὄνομά μου, ἕνα ἐπιφώνημα χαρᾶς καί ἱκανοποιήσεως ξέφυγε ἀπό τά χείλη του. Μέ ἀγκάλιασε καί μέ ἀσπάστηκε θερμά.  Μετά μ’ ἔβαλε νά καθήσω δίπλα του καί μέ ρώτησε γιά τό ταξίδι μου. Ἦταν λιγόλογος. Οἱ ἐρωτήσεις του σύντομες καί περιεκτικές. Ἡ φωνή του ζεστή καί χαμηλή, μοῦ δημιουργοῦσε μιά εὐχάριστη θαλπωρή. Οἱ τρόποι του ἦταν ἁπλοί κι ἀνεπιτήδευτοι καί ἡ συμπεριφορά του εἶχε μιά πατρική τρυφερότητα. Μέ κέρδισε ἀπό τήν πρώτη στιγμή.
 
Ἔδωσε ἐντολή στόν οἰνονόμο του π. Πολύκαρπο νά μέ ὁδηγήσει στό δωμάτιό μου καί νά μέ φροντίσει, μέχρι νά ἐπιστρέψει ὁ ἴδιος ἀπό τό Βλαντιβοστόκ. Θά πήγαινε ἐκεῖ τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, συνοδεύοντας τό φιλοξενούμενό του ἐπίσκπο πρώην Μπλαγοβεστσένσκ  Βλαδίμηρο.  Μέ προέτρεψε νά ξεκουραστῶ ὅσο ἤθελα, κι ἔπειτα νά φροντίσω γιά τήν τακτοποίηση τῶν ἐκκρεμοτήτων τῆς διαμονῆς μου.
Δόξα τῷ Θεῷ! Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐσέβιος μοῦ ἔκανε τήν καλύτερη ἐντύπωση. Ἐντύπωση πού δέν ἄλλαξε ποτέ, μέχρι τή μακαρία κοίμησή του. Ἦταν μιά εὐλογημένη ψυχή κι ἕνας ἀληθινός ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἄς ἀναπαύσει τήν ψυχή του ἐν σκηναῖς δικαίων...
Ὅμως ἡ πρώτη μου αὐτή χαρά μετριάστηκε –καί γρήγορα ἐξαφανίστηκε τελείως- ἀπό τό φέρσιμο τοῦ οἰκονόμου π. Πολυκάρπου. Ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ψυχρός καί σκληρός μαζί μου. Δέν ἔχανε εὐκαιρία νά μέ στολίζει μέ τά χειρότερα λόγια -ἔτσι, στά καλά καθούμενα – χωρίς νά τοῦ φταίω σέ τίποτα. 
Αὐτά ὅμως τά σήκωνα χωρίς πολλή δυσκολία. Τό χειρότερο ἦταν, ὅτι ἔκανε τό πᾶν γιά νά μ’ ἀπογοητεύση ὡς πρός τή μελλοντική ἱεραποστολική δραστηριότητά μου. Ὅλα μοῦ τά παρουσίαζε μαῦρα κι ἀπελπιστικά καί θεωροῦσε τήν ἀποτυχία μου σίγουρη. Ὅσο αἰσιόδοξες καί ἐνθαρρυντικές ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ δεσπότη, τόσο ἀπαισιόδοξες ἦταν τοῦ π. Πολυκάρπου.
Παρ’ ὅλα πού αὐτή ἡ κατάστση μ’ ἐπηρέαζε ἀρνητικά καί μοῦ δημιουργοῦσε κατάθλιψη, φρόντιζα νά μήν τό δείχνω στόν π. Πολύκαρπο. Ἐξωτερικά φαινόμουν ἤρεμος καί ἀτάραχος. Ἡ στάση μου ὅμως φαίνεται πώς τόν ἐξαγρίωνε περισσότερο, γιατί γινόταν ὁλοένα καί πιό βάναυσος μαζί μου.
Κάποια μέρα, μέ παιδαριώδη δικαιολογία, μ’ ἔβγαλε ἀπό τό δωμάτιο πού ἔμενα καί μ’ ἔστειλε στό ὑπόγειο στήν ἀποθήκη. Ἦταν ὑγρή καί σκοτεινή, γεμάτη παλιοπράγματα.  Μύριζε ἀνυπόφορα μούχλα καί σαπίλα. Ἀρουραῖοι καί κατσαρίδες σεργιάνιζαν ἀνενόχλητοι παντοῦ, κάνοντας ἀνατριχιαστικούς θορύβους. Συντροφιά σ’ αὐτά τά .... χαριτωμένα πλασματάκια μ’ ἔστειλε νά κάνω ὁ π. Πολύκαρπος.  Καί πῆγα!  Μέ στήριγμα τά λόγια τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ: «Ἄν θυμᾶσαι τά πάθη τοῦ Κυρίου πάντα, θά ὑπομένεις ἀγόγγυστα τά πάντα!».
Ξεκινώντας γιά ἱεραποστολή στήν ἄκρη τοῦ κόσμου, εἶχα ἀποφασίσει νά ὑποστῶ τίς πιό φοβερές κακουχίες, τά πιό σκληρά βάσανα.  Καί τώρα δέν θά σήκωνα τίς δυστροπίες τοῦ π. Πολυκάρπου; Ἴσα-ἴσα, αὐτές ἦταν μιά θαυμάσια προπόνηση γιά μένα. Ἄσκηση στήν ὑπομονή, στήν ἀντοχή, στή μακροθυμία... Γι’ αὐτό καί δέν εἶπα τίποτα στό δεσπότη. Δέν ἤθελα ἐξάλλου νά τόν λυπήσω.  Φρόντισα μόνο, ὅσο ἔμεινα ἐκεῖ, νά κρατῶ, κατά τό δυνατό, σέ ἀπόσταση τόν π. Πολύκαρπο. Ὄχι γιά τή σκληρή του συμπεριφορά. Ἀλλά γιά κάτι ἄλλο, χειρότερο: τίς αἰσχρές καί ρυπαρές διηγήσεις του, μέ τίς ὁποῖες προσπαθοῦσε νά μολύνει τόν νοῦ μου!.....
Πολύ ἀργότερα πληροφορήθηκα ὅτι πέταξε τά ράσα.  Θεέ μου! Πῶς ἕνας τέτοιος δυστυχής ἄνθρωπος ἀξιώθηκε μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς, κι ὕστερα τήν τσαλαπάτησε ἀναίσχυντα; Ὁ δεσπότης, ἀπ’  ὅ,τι ἔμαθα –γνώριζε βέβαια τό ποιόν του- εἶχα κάνει τό πᾶν γιά νά τόν βοηθήσει ν’ ἀνανήψει.  Γι’ αὐτό καί τόν εἶχε πάρει κοντά του, στό σπίτι του. Ὅμως τελικά τό κακό δέν ἀποτράπηκε. Ἵλεως γένοιτο αὐτῷ ὁ Κυριος! ....


Μιά μέρα, μέ τό πρῶτο τραῖνο, ξεκίνησα γιά τό Βλαντιβοστόκ. Ἔφτασα ἐκεῖ πρίν τό μεσημέρι. Ἤμουν κακόκεφος. Γιά νά διασκεδάσω τήν ἀθυμία μου ἄρχισα νά περπατῶ στούς δρόμους. Ἦταν μιά εὐκαιρία νά γνωρίσω τό σπουδαιότερο ἀστικό κέντρο τῆς βορειοανατολικῆς Ρωσίας, τό κοντινότερο στήν ἱεραποστολική περιοχή μου καί ἔδρα τοῦ ἐπισκόπου μου.
Μεσημέριασε καί πείνασα.
 Βρῆκα ἕνα ἐστιατόριο στήν ἀκροθαλασσιά, μέσα σ’ ἕνα ὄμορφο κῆπο.  Καί μέσα στόν κῆπο δυό μικρά ἐξημερωμένα ζῶα, ἕνα μαϊμουδάκι κι ἕνα ἀρκουδάκι, ἔτρεχαν ἐλεύθερα καί ἔπαιζαν.  Μόλις μπῆκα, μέ πλησίασε ὁ ἑστιάτορας. Εὕχαρις καί ὁμιλητικός, μοῦ συστήθηκε ἀμέσως –λεγόταν Β.Μ. Σούϊν- καί στρογγυλοκάθησε δίπλα μου.
Ἦταν συμπαθέστατος. Ἡ πρωινή κακοκεφιά μου ἐξατμίστηκε  μέ τίς χαριτωμένες διηγήσεις του καί τίς πληροφορίες πού μοῦ ἔδωσε. Ὁλοπρόθυμα ἀπαντοῦσε στίς ἐρωτήσεις μου γιά τήν πόλη, τήν ἐπαρχία, τούς ἀνθρώπους της, τά προβλήματά τους.  Γιά τόν ἀρχιεπίσκοπο εἶχε νά πεῖ τά καλύτερα λόγια.
Ἦταν μάλιστα συχωριανός του, ἀπό τό Τούλσκ. Ὁλόκληρη ἡ ἐπαρχία, μοῦ εἶπε, λάτρευε τό δεσπότη γιά τήν ἀγάπη, τήν πραότητα, τήν ταπείνωση καί τή φιλανθρωπία του.
Εἴπαμε πολλά. Πολλά καί χρήσιμα γιά μένα.  Κάποτε ὁ καλοκάγαθος ἐστιάτορας σηκώθηκε, ζητώντας συγνώμη. Ἔμεινα μόνος.
Τό τραπεζάκι μου ἦταν δίπλα στή θάλασσα.  Κάθε τόσο τά κύματα ἔπαιρναν φόρα καί ὁρμοῦσαν καταπάνω μου ἀφρίζοντας.  Δέν κατάφερναν ὅμως ποτέ νά μέ φτάσουν. Ἔσκαγαν μέ θόρυβο λίγα μέτρα μακρύτερα ἀπό τά πόδια μου, λούζοντας τίς μεγάλες στρογγυλές πέτρες τῆς παραλίας.
Ἀφαιρέθηκα κοιτάζοντας τή θάλασσα. Λίγο πιό πέρα ἡ μαϊμού καί τ’ ἀρκουδάκι ἔπαιζαν κυνηγητό. Ἡ μαϊμού, πιό εὐκίνητη καί πιό σκανταλιάρα, ἦταν ἡ νικήτρια σέ ὅλα τά παιχνίδια.
Ξαφνικά, ἔγινε κάτι τό ἐντελῶς ἀπροσδόκητο: Ἡ μαϊμού μ’ ἕνα σάλτο πήδηξε πάνω στό τραπεζάκι μου.  Πρίν προλάβω ν’ ἀντιδράσω, ἔχωσε τό μαυριδερό, τριχωτό χέρι της μέσα σέ μιά πιατέλα μέ πιπεριές καί τίς ἔβαλε μονομιᾶς στό στόμα. Οἱ πιπεριές ὅμως ἦταν ἀπό κεῖνες τίς καυτερές σάν φωτιά, πού ἕνα μικρό κομματάκι τους εἶν’ ἀρκετό γιά νά κατακάψει καί στόμα καί σωθικά. Μόλις λοιπόν τίς καταβρόχθισε, πῆρε φωτιά ὁλόκληρη.
Ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά τσιρίζει σάν τρελή. Ἀναποδογύρισε, ἔσπασε κι ἔχυσε ὅ,τι βρισκόταν πάνω στό τραπέζι. Δοκίμασα νά τή σταματήσω, ἀλλά ὅρμησε ἐναντίον μου.  Δέν κατάλαβα γιά πότε βρέθηκε πάνω στό κεφάλι μου. Ἄρχισε νά τραβάει μανιασμένα τά μαλλιά μου, τρίβοντας μ’ αὐτά τό στόμα της, πού καιγόταν ἀπό τίς πιπεριές.  Προσπάθησαν νά τήν ἀπομακρύνω, ἀλλά εἶχε γαντζωθεῖ γερά στό κεφάλι μου. 
Σηκώθηκα καί ἄρχισα νά καλῶ σέ βοήθεια.  Ὁ πόνος μέ τρέλαινε καθώς ἡ μαϊμού ξερίζωνε τίς τρίχες μου. Ἀσθμαίνοντας καί κραυγάζοντας ἔτρεξε κοντά μου ὁ ἐστιάτορας, πού μέ δυσκολία τήν ξεκόλλησε ἀπό τό κεφάλι μου μαζί μέ ἀρκετές τοῦφες ἀπό τά μαλλιά μου.
Ἀφοῦ συνῆλθα ἀπό τό κωμικοτραγικό αὐτό περιστατικό, πῆρα τό δρόμο γιά τό σπίτι τοῦ π. Νικολάου Τσιστιακώφ, ὅπου, ὅπως εἶπα πιό πάνω, ἦταν τό κατάλυμα τοῦ δεσπότη στό Βλαντιβοστόκ. Ἐκεῖ θά ἔμενα κι ἐγώ γιά λίγες ἡμέρες.
Ἀφοῦ πῆρα ἀπό τόν καλό γέροντα καί τήν πρεσβυτέρα του μερικές πληροφορίες γιά τήν πόλη καί τά κατατόπια της, ἔφυγα γιά δουλειές.
Ξόδεψα ὅλο τό ἀπόγευμα σέ κάποιες ἀναγκαῖες μικροπρομήθειες καί σέ γραφειοκρατικές διατυπώσεις ἀπαραίτητες γιά τό ταξίδι μου στήν Καμτσάτκα.
Τό βράδυ πῆρα μιά κινέζικη ἅμαξα γιά νά γυρίσω στό σπίτι. Ἡ ἅμαξα προχωροῦσε ἀργά καί λικνιστά. Ἤμουν βυθισμένος σέ σκέψεις.  Νύσταζα. Περάσαμε τήν ἠλεκτροφωτισμένη κεντρική λεωφόρο Σβετλάνκα καί στρίψαμε στήν ὁδό Ἀλεούτσκυ, πού ἦταν βυθισμένη στό σκοτάδι. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν πολύ ἀνηφορικός. Ἡ ἅμαξα ἔκοψε ταχύτητα. Ἄρχισε νά προχωράει ἀργά-ἀργά, τρίζοντας κι ἀγκομαχώντας.  Καί τότε, γιά πρώτη φορά, βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ τήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τοῦ λιμανιοῦ.  Νά τί συνέβη:
Ἀντίθετα πρός τήν ἅμαξα ἔρχονταν πεζοί ἕνας ἄντρας καί δυό γυναῖκες.  Μέσα στό πηχτό σκοτάδι δέν ξεχώρισα παρά μόνο τίς σιλουέτες τους. Ὅταν πλησίασαν, μιά ἀπό τίς γυναῖκες φώναξε:
-Γειά σου, παπουλάκο!
Κι ἔτρεξε κοντά μου.
Φοροῦσε ἕνα μικρό, βελούδινο καπελάκι.  Ἀρχαχνοΰφαντο πέπλο κάλυπτε τό πρόσωπό της κι ἔκρυβε τά χαρακτηριστικά του. Ἦταν λεπτή καί ντυμένη κομψά. Ἔδειχε πολύ νέα. Ὑπέθεσα πώς θα’ ταν κάποια ἀπό τίς συνταξιδιώτισσές μου τοῦ σιβηρικοῦ ἐξπρές. Ὡστόστο παραξενεύτηκα μέ τήν οἰκειότητά της κι ἀπάντησα ξερά:
-Χαίρετε!...
Δέν μοῦ ἔδωσε χρόνο νά συλλογιστῶ ἤ νά πῶ περισσότερα. Πήδηξε στό σκαλάκι τῆς ἀργοκίνητης ἅμαξς καί μ’ ἕνα ἅλμα βρέθηκε νά κάθεται δίπλα μου!
Σάστισα μέ τό θάρρος, ἤ μᾶλλον τό θράσος, αὐτῆς τῆς γυναίκας.  «Γιά κάποια παρεξήγηση θά πρόκειται», σκέφτηκα. Ἔδωσα ἀμέσως ἐντολή στόν ἁμαξά νά σταματήση γιά νά ἐξγηθῶ μέ τήν ἄγνωστη. Ἐκείνη ὅμως δέν ἔδειχνε τή διάθεση οὔτε νά μ’ ἀκούσει ἀλλά οὔτε καί ν’ ἀπομακρυνθεῖ.
-Ψυχούλα μου! .., εἶπε μέ αἰσθησιακή φωνή. Ἔλα μαζί μου... Πᾶμε στό σπίτι μου... Θά φᾶμε...κι ἔπειτα θά διασκεδάσουμε μαζί ὥς τό πρωί... Μόνοι μας... Σύμφωνοι;
Τό μυαλό μου δούλευε γρήγορα γιά νά βρεῖ ἕναν εὔκολο καί ἀνώδυνο τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τή γυναίκα τοῦ δρόμου.
-Μά...πῶς μοῦ κάντε τέτοια πρόταση; εἶπα κάπως ἀμήχανα καί βιαστικά.  Δέν βλέπετε; Εἶμαι μοναχός!
-Ὤωω! ... Τόσο τό καλύτερο! φώναξε χαρούμενη.
-Βέβαια, ἴσως δέν γνωρίζετε ὅτι...-μιλοῦσα ἀργά, προσπαθώντας νά σοφιστῶ κάτι. Κάι μετά ἀπό ἕναν ἀστραπιαῖο συλλογισμό, ἐκτόξευσα θριαμβευτικά τή φαεινή ἰδέα μου-.... ὅτι ἐμᾶς τούς μοναχούς πρίν ἀπό τήν κουρά μᾶς ...εὐνουχίζουν!
Νεκρική σιγή ἁπλώθηκε ἀνάμεσα μας γιά ἕνα-δύο δευτερόλεπτα.  Τό πρόσωπό της πάγωσε, λές καί τήν εἶχε χτυπήσει ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε καί ξεφώνισε:
-Ἴιιι!.... Κακομοίρη μου!  Πόσο δυστυχούλης εἶσαι!
Δέν πρόλαβα νά καταλάβω γιά πότε πήδηξε ἀπό τ’ ἅμαξα καί χάθηκε μέσα στό σκοτάδι.
Καθώς ξεκινοῦσε πάλι ἡ ἅμαξα, ἄκουσα ἀμυδρά τά τελευταῖα της λόγια ν’ ἀντηχοῦν πίσω μου:
-Πόσε σέ λυπᾶμαι, ἀγόρι μου!  Κι εἶσαι τόσο νέος... καί τόσο ὡραῖος!
Ἔτσι γλύτωσα ἀπό τοῦ χάρου τά δόντια.  Γιά πρώτη μά ὄχι καί γιά τελευταία φορά. Ἡ πόλη τοῦ Βλαντιβοστόκ, ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Ρωσίας, ἦταν βουτηγμένη στήν ἁμαρτία. Καί μοῦ ἐπιφύλαξε ἀρκετές ἀκόμα ὀδυνηρές ἐκπλήξεις.... 
Γι’ αὐτές τίς αἰτίες ἀπέφευγα νά μένω στό Βλαντιβοστόκ.  Περιμένοντας τή μέρα πού θ’ ἀναχωρουσα γιά τήν Καμτσάτκα, περνοῦσα τόν περισσότερο καιρό μου στή Σεντάνκα, κοντά στόν ἀρχιεπίσκοπο Εὐσέβιο. Εἶχε συμπέσει τότε νά πάθει μιά ὀδυνηρή θλάση ἰνῶν στό πόδι.
Ἔτσι ἦταν ἀναγκαστικά ξαπλωμένος.  Καθόμουν διαρκῶς στό πλευρό του, ἔτρωγα μαζί του, τόν διακονοῦσα, τοῦ διάβαζα, συζητούσαμε διάφορα θέματα.  Αὐτή ἡ πολυήμερη στενή ἐπαφή μᾶς ἔφερε πολύ κοντά καί δημιούργησε μεταξύ μας ἕνα βαθύ ψυχικό σύνδεσμο.
 Ἀγάπησα πολύ, πάρα πολύ τόν καλό δεσπότη μου. Μ’ ἀγάπησε κι ἐκεῖνος σάν παιδί του. Ἴσως γι’ αὐτό κάποια μέρα μοῦ ἔκανε μιά δελεαστική καί συγκινητική πρόταση: Νά μέ κρατήσει κοντά του, στήν ἀρχιεπισκοπή, σάν πρωτοσύγκελλό του, καί νά φροντίσει γιά τήν ἐξεύρεση ἄλλου ἱεραποστόλου. Ἀρνήθηκα εὐγενικά, ὄχι χωρίς θλίψη. Αἰτιολόγησα μάλιστα τήν ἄρνησή μου, ἐξιστορώντας τό περιστατικό ἐκεῖνο μέ τόν γέροντα ἱεροκήρυκα στό Καζάν, πού καλοῦσε ἐργάτες γιά τόν ἀγρό τοῦ Κυρίου στήν Καμτσάτκα. Ὁ δεσπότης ἐντυπωσιάστηκε, συγκινήθηκε καί δόξασε τό Θεό γιά τή φανερή ἐπέμβασή Του.  Δέν μοῦ ξανάκανε λόγο γιά τό θέμα αὐτό.
Κάποια ἄλλη μέρα τοῦ διηγήθηκα τό παρά λίγο πάθημά μου μέ τούς βαρώνους Κόρφ, στό βαγόνι τοῦ τραῖνου, καθώς ἐπίσης τήν ἱστορία μέ τήν πόρνη καί τό πρωτότυπο σόφισμά μου, πού τήν ἔκανε νά φύγει.
Γέλασε μέ τήν ψυχή του στό ἄκουσμα τῶν περιπετειῶν  μου καί θαύμασε τήν ἐφευρετικότητά μου.
-Ὁ Κύριος μέ φώτισε καί μέ φύλαξε ἀπό τούς πειρασμούς εἶπα.
-Ναί, ὁ Κύριος σέ φώτισε καί ὁ Κύριος θά σέ σκεπάζει πάντα, σ’ ὅλη σου τή ζωή.  Φρόντισε ὅμως νά προσέχεις κι ἐσύ, γιατί σέ μιά λιμενική πόλη, ὅπως τό Βλαντιβοστόκ, συμβαίνουν καί χειρότερα. Ὁ Θεός νά φυλάει!
Ἡ ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεως μου πλησίαζε. Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν ὑπῆρχε ἀκόμα ὀργανωμένη ἀκτοπλοΐα στήν Ἄπω Ἀνατολή.
 Τή γραμμή Βλαντιβοστόκ-Πετροπαυλόφσκ ἔκαναν –μόνο μιά φορά τό χρόνο! – δυό παμπάλαια ἀτμόπλοια, σαράβαλα, πού ἀνήκαν σέ κάποια «Ἕνωση Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν».  Τό ἕνα πλοῖο, τό «Ἰντιγκάρκα», ἦταν σέ κακό χάλι κι ἔκανε τό δρομολόγιο Βλαντιβοστόκ-ἀκρωτήριο Τσουκότσκ, πλέοντας κατά μῆκος τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τῆς Καμτσάτκα.  Τό ἄλλο τό «Ἀμούρ», μικρότερο ἀπό τό πρῶτο, ἀλλά σέ καλύτερη κατάσταση, ἔφτανε μέχρι τό Πετροπαυλόφσκ, μετά ἔπαιρνε τή δυτική παραλία τῆς Καμτσάτκας, στή θάλασσα Ὀχότσκ, κι ἐπέστρεφε στό Βλαντιβοστόκ μέσω Νικολάεφσκ.
Μ’ αὐτό τό «Ἀμούρ» ἄρχισα τό μακρινό μου ταξίδι, σκοπεύοντας νά φτάσω μέχρι τή Γιζίγ, τήν πιό ἀπόμακρη περιοχή τῆς Ὀχοτσκικῆς θάλασσας.
Ἐπειδή τό πλοῖο εἶχε καθυστερήσει πολύ τήν ἀναχώρησή του, ὁ καπετάνιος βιάστηκε ν’ ἀποπλεύσει, χωρίς νά ὑπολογίσει τόν ἐπερχόμενο φθινοπωρινό τυφώνα. Ἤθελε νά προλάβει τό πάγωμα τῆς θάλασσας Ὀχότσκ, πού θά τόν ἐμπόδιζε νά προχωρήσει.
Τό «Ἀμούρ» βγῆκε ἀπό τό λιμάνι τοῦ Βλαντιβοστόκ στίς 12 Αὐγούστου 1907, ἀλλά ὁ ἄγριος τυφώνας τοῦ Εἰρηνικοῦ μᾶς πρόλαβε κι ἀνάγκασε τόν καπετάνιο ν’ ἀγκυροβολήσει στόν κάβο Ἐγερσέλντ. Ἐκεῖ ὅμως ὁ κίνδυνος ἦταν μεγαλύτερος, γιατί τό πλοῖο κινδύνευε νά τσακιστεῖ πάνω στά βράχια. Διαλέγοντας λοιπόν ἀπό τά δυό κακά τό μικρότερο, ξανοιχτήκαμε στή φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Ἀλλοίμονο!  Τί ἀντάρα ἦταν αὐτή!
 Τί κακό! Πιστέψαμε πώς θά χαθοῦμε.  Μέ δάκρυα προσευχόμασταν στό Θεό νά μᾶς λυπηθεῖ καί νά μᾶς σώσει. Ἐγώ προπαντός, πού δέν εἶχα κάνει ποτέ ἄλλοτε θαλασσινό ταξίδι, καί βρέθηκα ξαφνικά μέσα σ’ ἕνα σαπιοκάραβο πού πάλευε μέ τόν τυφώνα, εἶχα γίνει ράκος. Ἡ ναυτία, ἡ ζαλάδα καί οἱ ἐμετοί μέ εἶχαν διαλύσει.
Τό πλοῖο ἄλλοτε ὁρμοῦσε πρός τά μανιασμένα κύματα κι ἄλλοτε βούλιαζε ἀνάμεσά τους, μουγκρίζοντας σάν ἑτοιμοθάνατος πολεμιστής.  Τά ξάρτια του τρίζανε ἀνατριχιαστικά καί ἡ σειρήνα του σκόρπιζε στόν ἀνεμοστρόβιλο σπαρακτικούς, πένθιμους ἤχους, πού σμίγανε στόν οὐρανό μέ τίς μαῦρες τοῦφες τοῦ καπνοῦ ἀπό τό φουγάρο τῆς ἀτμομηχανῆς.
Ἤμασταν ὅλοι ζαρωμένοι στίς καμπίνες μας, καθώς τά γιγαντιαῖα κύματα ἔπεφταν μέ τρομακτική ὁρμή πάνω στό πλοῖο, σπάζοντας καί παρασύροντας τά πάντα.  Βλέπαμε μέ τρόμο νά κόβονται τά χοντρά σκοινιά πού συγκρατοῦσαν στό κατάστρωμα τίς σωσίβιες βάρκες, κι αὐτές νά καταποντίζονται στή σκοτεινή ἄβυσσο μέσα σέ κλάσματα δευτερολέπτου.  Καί ἡ προσευχή μας ὅλο καί δυνάμωνε...
Ὅσο ἄθλιο ὅμως ἦταν τό σκάφος, τόσο γενναῖος καί ἔμπειρος ἦταν ὁ καπετάνιος. Παλιός θαλασσόλυκος, ἀτρόμητος καί πεισματάρης, τό’ χε βάλει σκοπό νά σώσει τό πλοῖο καί τούς ἐπιβάτες.  Καί πάλεψε ἀκούραστα καί ἀνυποχώρητα μέ τό ὑγρό στοιχεῖο.
Ἐπιτέλους, στίς 14 Αὐγούστου, φτάσαμε στό νησί Χοκάιντο, πού ἀνήκει στήν Ἰαπωνία.  Παρ’ ὅλο πού πιάσαμε σ’ ἐχθρική γῆ- μόλις πρίν δύο χρόνια εἶχε λήξει τυπικά ὁ ρωσοϊαπωνικός πόλεμος-,  μᾶς φάνηκε σάν τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας μετά τήν ἐφιαλτική δοκιμασία τοῦ ταξιδιοῦ.
Τό πλοῖο ἔριξε ἄγκυρα στό λιμάνι τοῦ Χακοντάτε. Μετά ἀπό λίγο ὁ φοβερός τυφώνας, σαρώνοντας τά πάντα στό πέρασμά του κι ἀφήνοντας πίσω του τά παραλιακά χωριά βουτηγμένα στά συντρίμμια καί τούς θρήνους, πέρασε τά ὅρια τῆς Ἰαπωνίας καί κατευθύνθηκε στά βορεινά.
 Ξαφνικά ἦρθε, ξαφνικά ἔφυγε. Καί ἡ θάλασσα γαλήνεψε τόσο, ὥστε δέν κυμάτιζε περισσότερο ἀπό ἕνα γυάλινο καθρέφτη!
Ὅλοι οἱ ἐπιβάτες βγήκαμε στό κατάστρωμα. Ἀντικρύσαμε ἕνα θέαμα συγκλονιστικό.
 Τά τυφωνόπληκτα παράλια τῆς Ἰαπωνίας ἐμφάνιζαν ὄψη βομβαρδισμένης περιοχῆς.  Καί τό χειρότερο: Ἡ πόλη Χακοντάτε, ἀμφιθεατρικά ἁπλωμένη σέ μιά βουνοπλαγιά, καιγόταν ἀπό ἄκρη σ’ ἄκρη. Τό θέαμα ἦταν μακάβριο ἀλλά καί μεγαλειῶδες. Ἀπό τό βουνό μέχρι τήν ἀκτή θεόρατες φλόγες πετάγονταν στόν οὐρανό, ἕνα οὐρανό κατάμαυρο ἀπό παχύ καπνό.  Ὅ,τι εἶχε ἀφήσει ὁ τυφῶνας, τό κατέστρεφε τώρα ἡ φωτιά. Οἱ καπνοί μᾶς ἔπνιγαν καί οἱ στάχτες ἔφταναν ὥς τό πλοῖο μας καί σκέπαζαν τό κατάστρωμα, πέφτοντας ἁπαλά σά νιφάδες χιονιοῦ.
Ἡ φωτιά μαινόταν ὅλη τή νύκτα. Μόνο τίς πρωινές ὥρες μπόρεσαν νά τήν ἐλέγξουν. Ἔκαψε, ὅπως μάθαμε ἀργότερα, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλεως: ἕντεκα χιλιάδες σπίτια!  Καί ἀνάμεσά τους τόν ὀρθόδοξο ἰαπωνικό ναό!
Τό πρωί τό «Ἀμούρ» ἔκανε προμήθειες σέ κάρβουνο καί πόσιμο νερό. Ὁ καλός μας καπετάνιος κατόρθωσε νά ἐξασφαλίσει τήν ἄδεια τῶν ἰαπωνικῶν ἀρχῶν γιά νά κατεβοῦμε στήν ἀκτή.
Οἱ ἐπιβάτες δέν ἦταν ὅλοι ρῶσοι. Ἦταν καί τάταροι καί ἑβραῖοι καί ὀσετίνοι καί μερικοί ἄλλοι ἀπό διάφορες φυλές καί μικροεθνότητες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς.
Μαζί μας ταξίδευε ὁ δάσκαλος τοῦ Πετροπαυλόφσκ μέ τή γυναίκα καί τό νεογέννητο παιδί του, ὁ νέος ἔπαρχος τῆς Καμτσάτκας –παλιός στρατιωτικός- μέ τήν πολυμελή οἰκογένειά του καί ὁ προϊστάμενος τῆς ταχυδρομικῆς ὑπηρεσίας. Ταξίδευαν ὅλοι γιά τήν ἔδρα τους, τό Πετροπαυλόφσκ. Ἀνάμεσα στούς ὑπολοίπους ἐπιβάτες ἦταν πολλοί μεταπράτες γουναρικῶν, πού πήγαιναν στήν Καμτσάτκα γιά ν’ ἀγοράσουν ἐμπόρευμα.  Στό ἀμπάρι τοῦ πλοίου ταξίδευαν καί ἀρκετοί ἐργάτες, κινέζοι καί κορεάτες.
Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό ἀνθρώπινο μωσαϊκό, πού κατέβηκε στήν πόλη, ζήτησαν ὁρισμένοι –κυρίως ἐπιβάτες τῆς α΄ καί β΄ θέσεως- τήν ἄδεια τῆς ἰαπωνικῆς ἀστυνομίας γιά νά σεργιανίσουν στούς δρόμους μέ ἅμαξα.
Ἕνα ψωράλογο ἔσερνε μέ κόπο τό βαρύ βαγονάκι, πού ἔτριζε κυλώντας πάνω σέ σιδερένιες γραμμές. Ἦταν ἕνα πρωτότυπος συνδυασμός ἅμαξας καί τραίνου!  Κι ἐμεῖς, καθισμένοι μέσα, κοιτάζαμε τό θλιβερό σκηνικό τοῦ κατεστραμμένου Χακοντάτε, περνώντας ἀνάμεσα ἀπό ἐρείπια κι ἀποκαΐδια, πού κάπνιζαν ἀκόμα.
Ὁ ἔπαρχος στεκόταν στόν ἐξώστη τοῦ βαγονιοῦ καί περιεργαζόταν τά πάντα μέ ἀπάθεια.
Ξαφνικά εἶδα νά κυκλώνουν τήν ἅμαξα ἰάπωνες ἀστυνομικοί.  Μᾶς σταμάτησαν. Ἔδωσαν ἐντολή νά ἐγκαταλείψουμε τό βαγόνι ὅλοι οἱ ρῶσοι ἐπιβάτες του.  Πειθαρχήσαμε χωρίς διαμαρτυρίες. Ἔκαναν ἔρευνα, πού ὅμως δέν ἀπέδωσε, ἀφοῦ τίποτα ὕποπτο δέν βρῆκαν. Τήν προσοχή τους τράβηξε μόνο ὁ ἔπαρχος. Φοροῦσε τήν κλασσική ρωσική στρατιωτική φόρμα, καί στό λαιμό του κρεμόταν μιά φωτογραφική μηχανή. Ἦταν σοβαρά πειστήρια γιά νά θεωρηθεῖ ὕποπυος.  Τόν συνέλαβαν καί τόν πῆραν μαζί τους. Ἐμᾶς μᾶς ἄφησαν νά ἐπιστρέψουμε στό πλοῖο.
Πῶς ν’ ἀποπλεύσουμε ὅμως μ’ ἕναν ἐπιβάτη λιγότερο, καί μάλιστα κρατικό ὑπάλληλο;  Ἡ ἐμπλοκή ἐκείνη μᾶς ἀνάγκασε νά καθυστερήσουμε στό Χακοντάτε τρία μερόνυχτα ἀκόμα.
Ἡ γυναίκα καί τά παιδιά τοῦ ἐπάρχου ἔκλαιγαν συνέχεια.  Νόμιζαν πώς δέν θά τόν ξαναέβλεπαν ζωντανό.  Κάθησα κοντά τους καί τούς παρηγοροῦσα, ἄν καί δέν ἀνησυχοῦσα λιγότερο. Ἡ γυναίκα του ἦταν ἀπαρηγόρητη. Τά παιδιά του ὅμως ξεχάστηκαν, ἀκούγοντας τίς ἀτέλειωτες ἱστορίες πού βάλθηκα νά τούς λέω ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων.
Εἶχαν περάσει τρεῖς ἡμέρες ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἐπάρχου.  Κατά τό σούρουπο τόν ἔφεραν συνοδεία μερικοί ἀστυνομικοί.  Μέσα στό πλοῖο συνέταξαν ἔκθεση γιά τήν αἰτία τῆς καθυστερήσεώς του καί τήν παρέδωσαν στόν καπετάνιο.  Κατόπιν τόν διέταξαν ν’ ἀποπλεύσει.
Κανείς μας δέν ἔμαθε ποτέ τί συνέβη στόν ἔπαρχο κατά τήν τριήμερη κράτησή του ἀπό τούς ἰάπωνες, οὔτε τί συζήτησε μαζί τους. Ὅταν ὅμως τό πλοῖο μας ξεκίνησε, οἱ ἐπιβάτες ἦταν περισσότεροι. Τρεῖς ἀνέκφραστοι καί μυστηριώδεις ἰάπωνες εἶχαν προστεθεῖ στόν ἀριθμό τῶν ταξιδιωτῶν.  Τούς παραχώρησαν τίς καλύτερες καμπίνες, στριμώχνοντας κάπου ἀλλοῦ τούς ρώσους πού τίς κατεῖχαν.  Φυσικά οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι δέν ἔρχονταν μαζί μας γιά... τουρισμό!  Ἀπό τή μιά, γιατί ἦταν ἡ ἐποχή τῶν μεγάλων τρικυμιῶν στή θάλασσα Ὀχότσκ, μέ ἀνεμοθύελλες, χιόνια καί ἀνυπόφορο κρύο. Κι ἀπό τήν ἄλλη, γιατί τό «Ἀμούρ» δέν ἦταν καθόλου κατάλληλο γιά κρουαζιερόπλοιο.  Ἄλλος λοιπόν πρέπει νά ἦταν ὁ σκοπός τῶν ἰαπώνων, ἄλλωστε ἀποδείχθηκε μέ ὅσα ἀκολούθησαν.
Ὅταν τό «Ἀμούρ»ἔπλεε δίπλα στήν ὀροσειρά τῶν Κουρίλων, οἱ τρεῖς «περιηγητές» ἄρχισαν νά φωτογραφίζουν ἀδιάκοπα καί ἀνενόχλητα τίς ρωσικές ἀκτές καί τά νησιά, τό Σούμσου, τό Παραμουσίρ, τό ἀκρωτήριο Λοπάτκα καί τόν ὄρμο Ἀβατσίνσκυ, πού ἔκλεινε στήν ἀγκαλιά του τό Πετροπαυλόφσκ.
 Ἡ εἴσοδος αὐτοῦ τοῦ ὅρμου, πού ἔχει τή λαϊκή ὀνομασία «Πόρτες Ἀβατσίνσκυ», παρουσίαζε ἕνα μεγαλόπρεπο κι ἐπιβλητικό θέαμα.  Πανύψηλα, γρανιτένια βράχια ὑψώνονταν μέχρι τά σύννεφα.  Γυμνά καί ξασπιρισμένα ἀπ’ τόν ἥλιο καί τή θάλασσα, κρέμονταν πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας ἀπειλητικά, καθώς τό πλοῖο περνοῦσε ἀνάμεσά τους, σάν ἕνα μυρμήγκι μέσ’  ἀπό θεόρατη σιδερένια καστρόπορτα. Μοναδική τους κάτοικοι ἀναρίθμητα θαλασσοπούλια, πού πλημμύριζαν τόν ἀέρα μέ πολυφωνικές κραυγές.
Τό ταξίδι μου ἔφτανε στό τέρμα του. Ἀχνά πρόβαλαν μπροστά μου τά καμτσατκικά βουνά, καλυμμένα μ’ ἕνα γκριζόλευκο πέπλο ὁμίχλης.  Μέ κάποιο δέος ἀντίκρυσα τούς σκοτεινούς ὄγκους τῶν ἐνεργῶν ἡφαιστείων, πού περιέβαλλαν τόν ὅρμο: τό Ἀβατσίνσκυ, τό Κοριάκσκυ, τό Κοζέλσκυ, τό Βιλιούϊσκυ, τό Στρέλοτσνι.
Τό ταλαίπωρο σαπιοκάραβό μας ἔγειρε μονόπαντα τρίζοντας καθώς τό ἐγκαταλείπαμε.
Ἡ πόλη τοῦ Πετροπαυλόφσκ, χτισμένη στά μύχια τοῦ ὅρμου, εἶχε λιγοστούς κατοίκους, κακή ρυμοτομία καί ὄψη ἐγκαταλείψεως.  Τά χαμηλά καί φτωχικά σπιτάκια της ἔρχονταν σέ κραυγαλέα ἀντίθεση μέ τά μεγαλειώδη ἡφαίστεια καί τά χιονισμένα βουνά, πού ὑψώνονται κι ἀπό τίς τρεῖς πλευρές.
Μέ ἀπερίγραπτη συγκίνηση πατοῦσα τό πόδι μου στή γῆ τῆς Καμτσάτκας.  Τό μυαλό μου ὅμως δέν μποροῦσε νά ξεκολλήσει ἀπό τούς τρεῖς ἰάπωνες τοῦ Χακοντάτε.  Οὔτε καί ἡ προσοχή μου.  Δέν ἔφταναν οἱ ὕποπτες κινήσεις τους στή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ.  Κατέβηκαν τώρα καί κυκλοφοροῦσαν στό Πετροπαυλόφσκ, σάν νοικοκυραῖοι στό σπίτι τους. Εἶχαν μαζί τους φωτογραφικές μηχανές, βυθόμετρα καί ἄλλα ἐργαλεῖα, πού δέν ἤξερα τή χρησιμότητά τους.   Καί μόλις ἀποβιβάστηκαν, ἔπιασαν δουλειά.  Φωτογράφησαν μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλη τήν περιοχή του στρατηγικῆς σημασίας ὅρμου, τά γύρω βουνά καί ὁλόκληρη τήν πόλη μέ τά περίχωρά της.  Σχεδίαζαν ἀκατάπαυστα πάνω σέ μεγάλα χαρτιά, ἔκαναν ὑπολογισμούς, κατάρτιζαν χάρτες καί τοπογραφικά σχέδια καί μετροῦσαν τό βάθος τοῦ ὅρμου σέ διάφορα σημεῖα. Ἀκόμα καί μέ τή μελέτη τῶν πετρωμάτων ἀσχολήθηκαν καί τή γεωλογική σύνθεση τῆς ἡφαιστειογενοῦς περιοχῆς.
Ἦταν πιά φανερό πώς ἐπρόκειτο γιά κατασκόπους, πού δούλευαν σέ βάρος τῆς πατρίδος μου.  Οἱ λύκοι εἶχαν μπεῖ μέσα στό μαντρί καί τό τσοπανόσκυλο -ἐννοῶ τόν ἔπαρχο- ὄχι μόνο δέν τούς ἐξουδετέρωνε, ἀλλά,  καθώς φαίνεται, τούς εἶχε ἀνοίξει τίς πόρτες. Ἦταν τό ἀντάλλαγμα τῆς ἀπελευθερώσεώς του. Ἀντάλλαγμα ὅμως ἀπαράδεκτο προδοτικό.
Ἡ ρωσική μου ψυχή ἐπαναστατοῦσε. Ἤθελα νά κάνω κάτι, ν’ ἀντιδράσω.
Ἔψαξα νά βρῶ τόν ἔπαρχο. Εἶχε κιόλας ἐγκατασταθεῖ στό διοικητήριο καί εἶχε ἀναλάβει τά νομαρχιακά του καθήκοντα.  Πῆγα ἐκεῖ καί ζήτησα ἀπό κάποιον θυρωρό, βαρύ καί σκυθρωπό, νά μέ ἀναγγείλει. Ἐπέστρεψε πιό σκυθρωπός, ἀναμασώντας κάτι ἀσυνάρτητες κουβέντες, ἀπό τίς ὁποῖες ἔβγαλα τό συμπέρασμα πώς ὁ κύριος ἔπαρχος ἀρνεῖται νά μέ δεχθεῖ.
Μοῦ ἀνέβηκε τό αἷμα στό κεφάλι.  Πρίν προλάβει νά μέ σταματήσει, ὅρμησα στίς σκάλες κι ἀνέβηκα στό γραφεῖο του. Ἦταν ἄδειο.  Μά ἡ ἀνοιχτή πόρτα, στό βάθος, ἀποκάλυπτε ἕνα θέαμα, πού μ’ ἐξαγρίωνε ἀκόμα περισσότερο. Ὁ κύριος ἔπαρχος ἦταν ξαπλωμένος τεμπέλικα σ’ ἕνα ντιβάνι, καί διάβαζε τήν ἐφημερίδα του καπνίζοντας.
Τόν πλησίασα.  Μέ εἶδε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του, ἀλλά συνέχισε προκλητικότατα νά διαβάζει, σά νά μή συνέβαινε τίποτα. Μερικές στιγμές μείναμε ἔτσι, ἐγώ ὄρθιος, νά τόν κοιτάζω ἀμήχανα, κι ἐκεῖνος ξαπλωμένος, τάχα νά διαβάζει...
Ἄξαφνα ξέσπασα σά χείμαρρος.
-Ἔ, αὐτό πιά εἶναι ἄνω ποταμῶν, κύριε ἔπαρχε!  Δέ φτάνει πού ἀφήνετε ἐκείνους τούς τρεῖς ἰάπωνες νά ἐνεργοῦν ἐν ψυχρῷ κατασκοπεία σέ βάρος τῆς πατρίδας μας!  Τώρα ἀντιμετωπίζετε μέ χυδαία περιφρόνηση ἕνα ρῶσο πολίτη, πού  ζήτησε ἀκρόαση!  Ζητῶ νά λάβετε ἀμέσως τά μέτρα πού χρειάζονται γιά νά σταματήσουν τή δραστηριότητά τους οἱ τρεῖς ἰάπωνες, πού ὁ Θεός ξέρει μέ τί ἀνταλλάγματα τούς φέρατε ὥς ἐδῶ. Εἶναι κατάσκοποι!  Κι αὐτό ἐσεῖς τό γνωρίζετε καλύτερα ἀπό μένα!  Ἀπαιτῶ νά συλληφθοῦν, καί νά κατασχεθοῦν ὅλα ὅσα ἔχουν μαζί τους!
Σταμάτησα τό μονόλογο. Εἶχα λαχανιάσει ἀπό τήν ἔξαψη καί τήν ἀγανάκτηση.  Μόνο τότε ὁ ἔπαρχος καταδέχθηκε νά μέ κοιτάξει.  Παρ’ ὅλα ὅσα τοῦ εἶχα πεῖ, διατηροῦσε τή νωχέλεια καί τήν ἀταραξία του. Ἀνασηκώθηκε βαριεστημένα, πέταξε πέρα τήν ἐφημερίδα, τράβηξε δυό ρουφηξιές ἀπό τό τσιγάρο του καί μοῦ εἶπε:
-Ἄς τους αὐτούς.... Μήν ἀνακατεύεσαι.. Ἄς κάνουν ὅ,τι θέλουν.... Νά τά φτύσω ὅλα!.... Δέ μέ νοιάζει τίποτα πιά!  Δέ θά βγάλω ἐγώ τό φίδι ἀπό τήν τρύπα...
Ἡ «ἀκρόαση» εἶχε τελειώσει ἄδοξα.  Κατάλαβα πώς δέν ὑπῆρχαν περιθώρια συνεννοήσεως. Εἶχα μπροστά μου ἕναν τυπικό ἐκπρόσωπο τοῦ ἀποδιοργανωμένου τσαρικοῦ κράτους. Ἀπό κείνους πού σάν τρωκτικά ροκάνιζαν τίς ρίζες τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδας, γιά νά τήν ὁδηγήσουν τελικά στήν καταστροφή....
Καταπικραμένος κατέβηκα τίς σκάλες τοῦ διοικητηρίου καί βγῆκα στό δρόμο.
Φρόντισα νά ξεχάσω σύντομα τό θλιβερό γεγονός. Εἶχα πολλή δουλειά μπροστά μου κι ἔπρεπε ν’ ἀρχίσω χωρίς καθυστέρηση.


Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος

Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα

Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά

Ἔκδοση Τρίτη

Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001

σελ.52-78


Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible