Ψυχή μου, να μην θεωρείς τίποτε πιο τίμιο και πιο αξιοζήλευτο από την αγάπη του Θεού, επειδή αυτή συνήθως αγιάζει τον άνθρωπο, ο οποίος εμφανίζεται στους αντιπάλους του δεινός, ισχυρός και ανίκητος αγωνιστής. Να δεθείς με τον Ιησού με φλογερή αγάπη, όπως συνδέεται κάποιος με τον αγαπημένο του πατέρα. Να Τον φοβάσαι όμως ως τον Κύριό σου και να σπεύδεις να εκτελείς όλες τις εντολές Του ως σώφρων δούλος. Με κανένα τρόπο αυτό πού επιθυμεί ο Θεός δεν μπορεί να παραμείνει πολύ χρόνο στην καρδιά πού την έχει κυριεύσει η οκνηρία, αλλά αναπηδάει σαν σκληρή πέτρα αφήνοντας το εσωτερικό της χωρίς φώς. Γέμισε τον εαυτό σου με το θείο πύρ του Παρακλήτου και πρόσφερέ τον θυσία στον ζώντα Θεό. Ο μοναχικός βίος, ψυχή μου, μοιάζει με το χωράφι, όπου σπέρνεται σιτάρι και χρειάζεται πολύ κόπο. Αν θέλεις να φέρει πολύκαρπα στάχυα και όχι αγκάθια και διάφορα τριβόλια πού γίνονται τροφή για τα ζώα, να είσαι νηφάλια και να επιδιώκεις να αποδώσεις στον Κύριό σου καρπούς εκατονταπλασίους ή εξηκονταπλασίους ή τριακονταπλασίους. Το ίδιο ζητά και από τους εγγάμους.

Να προσπαθήσεις λοιπόν να γίνεις για τον ουράνιο γεωργό σου γή αγαθή και όχι πέτρα ούτε δρόμος ούτε αγκάθι, για να μην σε κατακλέψουν λόγω της οκνηρίας σου τα βλαβερά πουλιά πού κλέβουν τον σπόρο από την καρδιά σου[1]. Και να φροντίζεις να μην ξεραθεί γρήγορα ο σπόρος αυτός από τον καύσωνα των θλιβερών περιστάσεων, πριν ριζώσει στα βάθη της καρδιάς σου και να μην καταπλακωθεί από τις μέριμνες της παρούσης ζωής σαν αγκάθι, χωρίς να δώσει ουράνιο καρπό. Φρόντιζε να είναι τα μάτια σου συνεχώς στραμμένα προς την γή, ενώ η σκέψη να υψώνεται εκεί, όπου οι θείες τάξεις των Αγγέλων δοξολογούν τον Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγαθο Πνεύμα, την δημιουργική, υπεράρχια, ζωοποιό Τριάδα. Να αποφεύγεις, όσο έχεις δύναμη, να ακούς απρεπείς λέξεις και κάθε άνομο λόγο, γιατί είναι πιο κοφτερός από κάθε μαχαίρι και με αυτόν ο εχθρός διά της αναμνήσεως πληγώνει την καρδιά σου. Βάλε το χέρι σου επάνω στο άροτρο των ευαγγελικών εντολών και πρόσεχε να μην γυρίσεις πίσω. Να επιδιώκεις με σπουδή πάντοτε την τιμή του ουρανίου αξιώματος, λησμονώντας τα προηγούμενα έργα σου και επιζητώντας τους μελλοντικούς αγώνες, μέχρις ότου σε αποκόψει από αυτήν την ζωή το δρεπάνι του θανάτου. Βάδιζε τον στενό δρόμο με βήμα πλατύ, για να αξιωθείς να φθάσεις στην ευρύχωρη ουράνια πατρίδα. Πρόσεχε πάντοτε την χοάνη του λάρυγγά σου, για να μην σε ρίξει στον αναταραγμένο βυθό της λαιμαργίας. Προσπάθησε να ξεριζώσεις από την καρδιά σου κάθε εμπαθή επιθυμία πού ευχαριστεί την σάρκα και αντιθέτως πίκραινέ την με σκληρή ζωή, περιφρονώντας καθετί πού την γλυκαίνει. Μην ξεχνάς ότι είσαι δεμένη με το φοβερό θηρίο της λαιμαργίας, πού μαίνεται εναντίον σου και ασταμάτητα βρυχάται. Προσπάθησε πάντοτε να δαμάσεις τις ψυχοκτόνες επιθυμίες του με νηστεία και απόλυτη πτωχεία. Επειδή τα ευχάριστα ποτά, τα νόστιμα φαγητά, τα μαλακά στρώματα και ο πολύωρος ύπνος αναστατώνουν αυτό το θηρίο, απόφευγέ τα. Αν πράγματι θέλεις να δαμάσεις την μανία του, κάνε το ταξίδι της ζωής σου με λιτότητα και πάντοτε με ελαφρύ στομάχι, προσευχόμενος στον Χριστό.
Να θεωρείς την παρούσα ζωή εξορία, στην οποία καταδικάστηκες για την παράβασή σου. Έχασες το προνόμιο να είσαι εργάτρια του κήπου του Παραδείσου, επειδή δεν φοβήθηκες την απειλή του θανάτου σε περίπτωση πού θα γευόσουν τον απαγορευμένο καρπό. Όπως λέγει η εντολή του Χριστού, όπου και αν είναι ο Θεός, ο ίδιος ο Κύριος, εκεί θα είσαι και εσύ γευόμενη την θεία δόξα Του[2]. Φύλαξε τον εαυτό σου και μην πέφτεις ανόητα στην αδηφαγία και την οινοποσία, κατά τον χρόνο πού σου όρισε ο Θεός για την ίαση της ψυχής σου, έτσι ώστε να μην πέσεις στο φοβερό σκοτάδι αλλά στο ανέσπερο φώς.
Θα έχεις ακούσει ότι οι κατοικούντες εν ουρανοίς χαίρονται περισσότερο για έναν μετανοήσαντα αμαρτωλό παρά για ενενήν­τα εννέα εναρέτους[3]. Δεν είναι μάταιη αυτή η υπόσχεση του Χριστού και μας βοηθάει να κατανοήσουμε με απόλυτη σαφήνεια την θεία ευσπλαγχνία του Κυρίου για το ανθρώπινο γένος. Να προσπαθείς λοιπόν πάντοτε, εκτελώντας τις εντολές Του, να ευφραίνεις τα πρόσωπα των Αγγέλων και να μην κάνεις με άνομες πράξεις να χαίρονται τα απαίσια και μισάνθρωπα τάγματα των ολεθρίων δαιμόνων. Όπως με την σωτηρία σου χαίρονται οι άγιοι Αγγελοι, έτσι και με την καταστροφή σου ευφραίνονται τα κακά δαιμόνια. Μοιάζεις σε όλα, ψυχή μου, με το πλοίο πού διασχίζει την θάλασσα και το δέρνουν διάφοροι φοβεροί άνεμοι πού προσπαθούν να σε γκρεμίσουν στα βάθη της κολάσεως και να σε παραδώσουν στο πύρ το εξώτερον[4]. Φρόντιζε λοιπόν να ταξιδεύεις πάντοτε με γαλήνιους δροσερούς ανέμους, δηλαδή με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό μόνο να βλέπεις και Αυτό μόνο να ακούς, με Αυτό να γεμίζεις τα νοητά πανιά σου, με Αυτό να στηρίζεις τον ακλόνητο ιστό της καρδιάς σου, για να φθάσεις χωρίς απώλειες στο ουράνιο λιμάνι, διατηρώντας αλώβητο όλο τον πλούτο των αρετών σου.
Να φυλάς στην απλότητα τον λύχνο του σώματός σου, ώστε να είναι πάντοτε φωτεινός, καταυγασμένος από το φως το απρόσιτο. Αλλιώς το φυσικό φως πού ζεί μέσα σου θα μετατραπεί, λόγω της αμελείας και της απληστίας σου, σε φοβερό σκοτάδι και θα σε ρίξει στο αδιαπέραστο σκότος, όπου υπάρχει ο βρυγμός των οδόντων και δάκρυα ατελείωτα[5]. Να αποκτήσεις τον θεόσταλτο πλούτο των δακρύων, στα οποία ο Βασιλέας Χριστός δείχνει αμέσως έλεος. Να αποκτήσεις υπομονή, αυτήν την ακλόνητη στάση της ψυχής απέναντι στις δυστυχίες πού σου επιτίθενται, ώστε να μην πέσεις ούτε όταν σε βρεί η θύελλα των κακών πειρασμών. Να ξέρεις ότι δεν θα στεφανωθεί οποίος δεν αγωνίζεται δίκαια. Να αποφύγεις να μοιάσεις με τον άφρονα Φαρισαίο μή κατακρίνoντας τον πλησίον σου[6]. Βλέπε πάντα την δοκό πού βρίσκεται στον οφθαλμό σου[7], το ασήκωτο βάρος δηλαδή των αδυναμιών σου. Πάντα φρόντιζε να μην μοιάσεις του Φαρισαίου και λογάριαζε τον εαυτό σου ως σκυλί ακάθαρτο έχοντας ταπείνωση με τους ανθρώπους, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην καρδιά σου. Μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να εξετάζει το καρφί πού βρίσκεται στον οφθαλμό του πλησίον σου[8], δηλαδή το ελάχιστο σφάλμα του. Θυμήσου, αγαπημένη μου ψυχή, ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα δικά του αμαρτήματα στον Κριτή των πάντων. Να φυλάττεις πάντοτε στην μνήμη σου τα βάσανα του Άδη και να βαδίζεις αταλάντευτα τον δρόμο της σωφροσύνης, γιατί όλοι οι αμαρτωλοί και όσοι επιδίδονται σε άνομες πράξεις θα παραδοθούν σε βάσανα ατελείωτα. Να ακολουθείς πάντοτε με συνέπεια τις εντολές του Θεού, προσαρμόζοντας προσεκτικά την ζωή σου σε αυτές. Διαφορετικά δεν υπάρχει σωτηρία, όπως δεν γίνονται καλά όσοι δεν υπακούουν στους γιατρούς. Αυτό μπορεί να το αποδείξει εκείνος πού διώχτηκε από την θεία γαμήλια εορτή στο πύρ των βασάνων, επειδή δεν είχε για τον ιερό γάμο κατάλληλη ενδυμασία[9], υφασμένη από πράξεις σωφροσύνης. Η πίστη, ψυχή μου, μοιάζει με χρυσό αργαλειό πού το κάθε ωραίο υφάδι είναι οι καλές πράξεις. Όπως όμως κάθε υφάδι δεν συγκροτεί από μόνο του ένα ωραίο ύφασμα, έτσι και η πίστη χωρίς καλές πράξεις η οι καλές πράξεις χωρίς ανόθευτη πίστη παραμένουν νεκρές. Όταν λέγει, «πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν»[10], εννοεί ότι ο ζήλος και η θεία φροντίδα για τις σωτήριες εντολές Του εξολοθρεύουν, σαν θεϊκό πύρ, κάθε ακάθαρτο και σαρκικό μίασμα και γύρω σου ανθίζει η φωτεινή ενδυμασία της αγιότητας, πού σε περιβάλλει θαυμάσια. Να επιζητείς, λοιπόν, να καθαρίζεις με αυτό το θεϊκό πύρ όλα τα μιάσματα του σώματός σου και μην παρασύρεσαι από την αίρεση, πού ισχυρίζεται ότι μετά τον θάνατο καθαρίζονται στο πύρ τα σαρκικά μιάσματα των αμαρτωλών. Αυτή είναι φοβερή πλάνη και η τελική άβυσσος, όπου οδηγεί η λανθασμένη διδασκαλία του Ωριγένη[11].
Ο Κριτής ζητά να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών όχι με το καθαρτήριο πύρ, αλλά με την «βία του εαυτού μας»[12]. Πριν κλείσει η πύλη των ουρανών, ας προσπαθήσουμε να εισέλθουμε από τον στενό δρόμο. Και να θεωρείς, ψυχή μου, ως στενό δρόμο τον εξαναγκασμό του εαυτού σου στην τήρηση των ιερών εντολών, ενώ να θεωρείς ως αυστηρό κλείσιμο της πύλης την μεγάλη μακροθυμία του Θεού ως τον θάνατο. Αν ζούμε δίκαια, η πύλη αυτή θα παραμένει για μας πάντοτε ανοιχτή και θα μας υποδέχεται φιλόξενα. Αλλά, αν ζούμε άνομα και χωρίς μετάνοια, η πύλη θα είναι κλειστή για μας χωρίς έλεος, όταν μας αρπάξει από εδώ ο θάνατος. Αυτό το αυστηρό κλείσιμο της θείας πύλης αποκαλύπτει σαφέστατα το σφάλμα της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός. Αν οι αμαρτωλοί και οι άδικοι, πού εγκαταλείπουν την επίγεια ζωή, διατηρούσαν κάποια ελπίδα μετά τον θάνατό τους από το καθαρτήριο πύρ, τότε η πύλη του θείου γαμήλιου παστού δεν θα ήταν κλειστή για τις παρθένες πού δεν πήραν μαζί τους λάδι για τα λυχνάρια τους και δεν θα είχε μείνει στην έσχατη Κρίση για την απολογία ούτε ο κενός λόγος πού αποτελεί την πιο ελαφριά από όλες τις αμαρτίες. Οι μωρές παρθένες δεν ζούσαν άσωτη ζωή με άσκοπα γέλια. Όμως οι μέν πάντοτε πλεονεκτούσαν, ενώ εκείνες έκλαιγαν, και όταν παρακαλούσαν να τους ανοίξουν την πύλη άκουσαν: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς»[13]. Επίσης, δεν θα είχε καταδικασθεί στο αιώνιο πύρ αυτός πού έχει αποκαλέσει άφρονα και κενολόγο[14] τον πλησίον του. Με όλα αυτά, ψυχή μου, ο Κύριος μας διδάσκει σαφώς ότι η παρούσα ζωή αποτελεί τον χρόνο των αγώνων για την απόκτηση της αρετής, αλλά και για την εξολόθρευση του κάθε κακού, ενώ μετά τον θάνατο έρχεται αναλόγως το βραβείο η η τιμωρία.
Ευκρινέστερα φανερώνεται αυτό στην θεία παραβολή, όπου ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμα του πλουσίου πού καίγεται μέσα στο πύρ λόγω της ασπλαγχνίας του, αλλά δεν καθαίρεται και παρουσιάζει τον Αβραάμ πού του λέγει: «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά»[15], υπομένοντας με μεγάλη υπομονή πολλές στενοχώριες. Έτσι ο Κύριος έδειξε πώς η επίγεια ζωή δόθηκε σε όλους τους ανθρώπους για να αποκτήσουν την αρετή και για να λυτρωθούν από την αμαρτία, όπως αναφέραμε και προγενέστερα, ενώ στην μετά θάνατον ζωή μας αναμένουν βραβείο η βάσανα. Αλλά και σε έναν από τους μεγάλους Πατέρες, όταν προσευχήθηκε να του αποκαλυφθεί ποιά θέση λαμβάνουν μετά τον θάνατό τους οι ψυχές των δικαίων και οι ψυχές των αμαρτωλών, φανερώθηκε άνωθεν ότι οι ψυχές των δικαίων πετούν επάνω ως υψιπετή πτηνά και τις δέχεται μέσα του ο ίδιος ο ουρανός. Αντιθέτως, όσες τελείωσαν την ζωή τους με άνομα έργα γκρεμίζονται στην τρομερή, σκοτεινή και δύσοσμη λίμνη των εγκάτων και ένα πελώριο χέρι τις ρίχνει κάτω στην κόλαση, και δεν υπάρχει το καθαρτήριο πύρ πού τις καθαίρει και τις αφήνει να φύγουν από εκεί κεκαθαρμένες στο φώς[16]. Και οι δυο τους υπήρξαν μεγάλοι και αξιέπαινοι, και αυτός πού αφηγείται και αυτός πού το έχει δεί νοερά. Ο πρώτος είναι ο πάνσοφος αρχιερέας της Αλεξανδρείας, ο δεύτερος η εξαίσια κεφαλή των ιερών μοναχών[17].
Επομένως μην παρασύρεσαι από τα κούφια λόγια των πλανεμένων λογίων, αλλά, ακολουθώντας το ευαγγελικό δίδαγμα, προσ­πάθησε με καλά έργα και με δάκρυα ταπεινώσεως να καθαρθείς από το βάρος των πολλών αμαρτιών σου. Γι’ αυτό να εκτελείς πάντοτε με ιδιαίτερο ζήλο μέχρι και το τελευταίο «ιώτα» τις θείες εντολές του Σωτήρος ημών, αν θέλεις να βρεθείς τότε χωρίς αισχύνη εκ δεξιών του Κυρίου σου. Λέγει ο ψαλμωδός ότι: «Τότε ου μή αισχυνθώ εν τώ με επιβλέπειν επί πάσας τάς εντολάς σου. Εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας εν τώ μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου»[18]. Όμως, καρδιά αγνή και ενάρετη έχει αυτός πού δεν τολμά να περιφρονήσει καμμία από τις εντολές του Υψίστου, να μην την εκπληρώσει έμπρακτα η να την αλλάξει, αλλά τις εκτελεί όλες με δέος.
Να αποφεύγεις την ολέθρια απραξία και με την εργασία των χεριών σου να διώχνεις τις σκέψεις της θλίψεως. Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό από την απραξία, και μάλιστα από αυτήν προήλθε κάθε κακό στο γένος μας. Να κάνεις λοιπόν τα πάντα για την Χάρη του Θεού και τα κέρδη πού θα βγούν από την εργασία σου να τα δίδεις στους πτωχούς, χωρίς να τα λυπάσαι, και να μην τα φυλάγεις ανόητα για τον εαυτό σου, αν πράγματι επιθυμείς να κληρονομήσεις τον αιώνιο ουράνιο πλούτο. «Όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών»[19], λέγει ο Κύριός μας. Να ζείς από την δίκαιη εργασία σου, όπως εξαρχής το ζήτησε η θεία εντολή του Κυρίου: «Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις την γήν εξ ής ελήφθης, ότι γή εί και εις γήν απελεύση»[20], και να μή βλέπεις τους χωρικούς πού σε βοηθούν, ως αφέντης, αλλά ως μαθητής του Χριστού. Να ζείς σαν τον απόστολο, κερδίζοντας το ψωμί σου με τα δικά σου χέρια[21], αφού προηγουμένως μοιράσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους πτωχούς[22], σύμφωνα με την εντολή του Σωτήρος. Να προτιμάς να υπηρετείς τους άλλους, παρά να είσαι αφέντης των άλλων. Επειδή με το πρώτο ανεβαίνεις στα ύψη και με το δεύτερο μοιράζεσαι στα δύο. Αν τακτοποιείς την εργασία πού σου ανέθεσαν, σύμφωνα με τις εντολές του Θεού θα είσαι μακάρια· αν όμως παραβείς αυτές τις εντολές, θα καταδικαστείς, όπως και οι παραβάτες του νόμου.
Να προτιμάς να είσαι επαίτης, παρά να έχεις άφθονο ασήμι. Αν σε ενοχλούν οι ελλείψεις, να προτιμάς να υποφέρεις και να μην ενοχλείς τους άλλους. Να το έχεις ως κανόνα σου και να μην επιδιώκεις να πίνεις το αίμα των πτωχών, ζητώντας από αυτούς τόκους για το ασήμι πού τους δάνεισες. Με το ασήμι δεν ακολουθείς τα ίχνη του ενδεούς Χριστού, ακόλαστη, αλλά τα ίχνη των ανόμων ειδωλολατρών και καλείς επάνω σου την κατάρα του νόμου, μή γενόμενη κληρονόμος του ανεσπέρου φωτός. «Ου λήψη παρ’ αυτού τόκον, ουδέ επί πλήθει· και φοβηθήση τον Θεόν σου, εγώ Κύριος, και ζήσεται ο αδελφός σου μετά σού»[23]. Και «επικατάρατος πάς άνθρωπος ος ουκ εμμενεί εν πάσι τοίς λόγοις του νόμου τούτου ποιήσαι αυτούς· και ερούσι πάς ο λαός· γένοιτο»[24]. Έχεις ακούσει, ψυχή μου, ότι εκείνου πού «εσκόρπισε, έδωκε τοίς πένησιν· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος»[25], και όχι αυτού πού δανείζει το ασήμι του με τόκο. Γιατί κλείνεις τα αυτιά σου, σαν κουφός όφις; Αν αληθινά αγαπάς τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και επιθυμείς να κληρονομήσεις την μακαρία δόξα Του, γίνε πτωχός, να σταυρωθείς μαζί Του και μετάφερε όλες τις επιθυμίες σου στον ουρανό. Για τους συγγενείς, τους γνωστούς και τους φίλους σου να είσαι ξένος, άγνωστος, ανέστιος, σαν να μην έχεις ούτε πατρίδα, ούτε αξίωμα, μήτε αρκετό μυαλό. Να μοιράσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους ενδεείς. Να μισήσεις και να αποδιώξεις όλες τις προηγούμενες συνήθειές σου και την επιθυμία κάθε πράγματος πού σε ευχαριστεί. Να πεινάς και να διψάς εκουσίως και ακουσίως, να υπομένεις τις θλίψεις, να χαίρεσαι αν φυλακιστείς. «Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται»[26], είπε ο Σωτήρας.
Να αποφεύγεις την απληστία, την οποία ακολουθεί η φοβερή παράβαση της εντολής του Θεού και της αληθείας Του. Να γνωρίζεις ότι το θράσος, οι κακές πράξεις και ο δόλος περιτριγυρίζουν συνεχώς τα τείχη της πόλεως, και γι’ αυτό καταποντίζονται οι γλώσσες[27], αφού τις κόβει από ψηλά η θεία ρομφαία. Να αποφεύγεις το κακό της απληστίας, πού δημιουργεί τον αντίχριστο, δηλαδή τον εχθρό των ευαγγελικών εντολών. Ο Χριστός, ο Κύριος, όπως έχει γραφεί, ήλθε να λύσει τις ψυχές των πτωχών τις δεμένες με άδικα κέρδη[28], ενώ ο τοκογλύφος, πού μαίνεται από την παραφροσύνη του πάθους για τον χρυσό, πάλι τις δένει με τις χειροπέδες των τόκων. Να αποφεύγεις το κακό των τοκογλύφων, πού μετατρέπει τον οπαδό τους σε άπιστο και υπηρέτη των ειδώλων[29]. Καθώς δε η απληστία είναι η απόλυτη υποταγή στα είδωλα, όπως το ακούμε από τον θείο ευαγγελιστή, γι᾽ αυτό φρόντιζε να αποφεύγεις με όλες τις δυνάμεις σου το πάθος της απληστίας. Αν θέλεις να γίνεις μόνιμος κάτοικος, μαζί με τους αγίους πού ευαρέστησαν τον Κύριο, στα θεία ύψη και να αγάλλεσαι μαζί τους, τότε να αποφεύγεις αυτήν την βδελυγμία. Ο θείος ψαλμός με τις φωνές των ευσεβών όλης της οικουμένης καταράται τους θαυμαστές της, τους ειδωλολάτρες, και προσεύχεται πάντοτε με μεγάλο ζήλο για τον καταποντισμό τους λέγοντας: «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τάς γλώσσας αυτών»[30]. Αν πίνεις το αίμα των πτωχών και χαίρεσαι με την απληστία, εξομοιώνεσαι με τα αιμοβόρα θηρία και από ξερά κόκκαλα προσπαθείς να ρουφήξεις το μεδούλι, σαν σκύλος η κόρακας. Σου δόθηκε εντολή, ανόητη, να εργάζεσαι και να τρέφεις τους πτωχούς και όχι να πίνεις το αίμα τους με την απληστία σου· να υπηρετείς τους άλλους και όχι να τους εξουσιάζεις. Γιατί ακονίζεις το μαχαίρι και το στρέφεις στην καρδιά σου; Ο Χριστός, ο Κύριος, αγάπησε μέχρι τέλους την απόλυτη ένδεια, ώστε δεν είχε πού να κλίνει την αγία κεφαλή Του[31]. Αντιθέτως εσύ, ακόλαστη, δεν φοβάσαι να τυραννάς αδιάκοπα τους πτωχούς χωρικούς με το κυνήγι του κέρδους; Τί φοβερή παραφροσύνη! Δεν σε κάνει να ντρέπεσαι ο βίος του Χριστού, για τον οποίο καυχάσαι; Πώς κατανοείς, ψυχή, τον Χριστό; Η μήπως νομίζεις, ότι Αυτός δεν το προσέχει και δεν θα σου ζητήσει τον λόγο κατά την φοβερή Κρίση; Να τρέμεις την απειλή Του, επειδή Αυτός λέγει: «ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τάς αμαρτίας σου»[32].
Η μήπως νομίζεις ότι με τα ελάχιστα κομμάτια, πού δίδεις καμμιά φορά στους πτωχούς πού έρχονται στην πόρτα του σπιτιού σου, θα γλυτώσεις μετά τον θάνατό σου την τιμωρία και τα βάσανα στο πύρ, πού αξίζουν στην απανθρωπιά σου; Περιφρονείς και εξαπατάς τον εαυτό σου. Βρίσκεσαι μακριά από τον δρόμο πού οδηγεί τους δίκαιους στην βασιλεία των ουρανών. Ο άπληστος δεν κληρονομεί την βασιλεία των ουρανών, κηρύττει ο θείος Παύλος, το αλάνθαστο αυτό στόμα του Χριστού[33]. Αν δεν μιμηθείς με τον ζήλο σου αυτόν, πού έδωσε τετραπλάσια σε όσους είχε αδικήσει, και αν δεν μοιράσεις, όπως εκείνος, την μισή περιουσία σου στους πτωχούς[34], τότε ο Βασιλέας Χριστός δεν θα έλθει να μείνει στην κατοικία σου και μην ελπίζεις ότι θα ακούσεις από Αυτόν: «Σήμερον σωτηρία τώ οίκω τούτω εγένετο»[35]. Ελεημοσύνη πρόςτούς πτωχούς και αγάπη με αγνή καρδιά προς τον Κύριο και όλους τους ανθρώπους, μας ζητάει ο Χριστός-Θεός, και χωρίς αυτά όλα τα άλλα δεν υπάρχει όφελος, ούτε η εγκράτεια από το φαγητό ούτε οι πολύωροι άθλοι της προσευχής. «Έλεος θέλω και ου θυσίαν»[36], λέγει. Μπορεί να σε πείσει το παράδειγμα των «μωρών παρθένων», πού δεν είχαν έλαιο στους λύχνους τους και δεν είχαν κανένα όφελος από τις άλλες αρετές τους, αλλά διώχτηκαν από τον ουράνιο γάμο.


Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

——————————————————————————–
[1]. Πρβλ. Ματθ. 13, 3-8.
[2]. Πρβλ. Ιω. 17,24.
[3]. Λουκ. 15,7.
[4]. Πρβλ. Ματθ. 22,13. 25,30.
[5]. Πρβλ. Ματθ. 8,12. 13,42,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
[6]. Πρβλ. Λουκ. 18,11-12.
[7]. Πρβλ. Ματθ. 7,3,4. Λουκ. 6,41,42.
[8]. Πρβλ. Ματθ. 7,3-4. Λουκ. 6,41-42.
[9]. Πρβλ. Ματθ. 22,11-13.
[10]. Λουκ. 12,19.
[11]. Γίνεται λόγος γιά τήν διδασκαλία τού Ωριγένους περί αποκαταστάσεως τών πάντων, σύμφωνα μέ τήν οποία μετά τόν θάνατο θά επέλθει η κάθαρση όλων τών αμαρτωλών καί τελικά θά υπάρξει αποκατάσταση τών πάντων στήν αρχέγονη παραδείσια κατάσταση τών ανθρώπων μέ τήν νέα κάθοδο τού Χριστού στόν κόσμο.
[12]. Bλ. Λουκ 16,16.
[13]. Ματθ. 25, 13.
[14]. Πρβλ. Ματθ. 5, 22.
[15]. Λουκ. 16, 25.
[16]. Αθανασιου Αρχιεπισκοπου Αλεξανδρείας, Βίος καί πολιτεία τού οσίου πατρός ημών Αντωνίου συγγραφείς καί αποσταλείς πρός τούς εν τή ξένη μοναχούς παρά τού εν αγίοις πατρός ημών… 66, PG 26, 936C-937C.
[17]. Ο αφηγητής είναι ο Μέγας Αθανάσιος, ενώ ο μοναχός πού είδε νοερά τά ανωτέρω ήταν ο Μέγας Αντώνιος.
[18]. Ψαλμ. 118, 6-7.
[19]. Ματθ. 6, 21.
[20]. Γέν. 3, 19.
[21]. Πρβλ. Α´ Κορ. 4,12. Εφ. 4,28.
[22]. Πρβλ. Ματθ. 19,21.
[23]. Λευϊτ. 25,36.
[24]. Δευτ. 27,26.
[25]. Ψαλμ. 111, 9.
[26]. Ιω. 12, 26.
[27]. Πρβλ. Ψαλμ. 54, 10-11.
[28]. Πρβλ. Ψαλμ. 71, 14· Λουκ. 4, 18.
[29]. Εφ. 5, 5.
[30]. Ψαλμ. 54, 10.
[31]. Πρβλ. Ματθ. 8,20. Λουκ. 9,58.
[32]. Ψαλμ. 49, 21.
[33]. Βλ. Εφ. 5, 5.
[34]. Πρβλ. Λουκ. 19, 8.
[35]. Λουκ. 19, 9.
[36]. Ωσ. 6,6.
http://maximostrivolis.wordpress.com